Τέλος το «μπρα-ντε-φερ», τώρα «σκάκι» με την Τουρκία
Το κρίσιµο στη στρατηγική της Ελλάδας είναι να προχωρήσει µε τους εταίρους της στη Μεσόγειο στη συγκρότηση «συµµαχίας» πολυεπίπεδης και αναβαθµισµένης
Η Τουρκία τέλειωσε µε τις εκλογές της και ο επανεκλεγείς µε άνεση πρόεδρος Ερντογάν επέδειξε την ηγετική του δεινότητα µε τον τρόπο που επέλεξε και ανέπτυξε τη νέα κυβέρνησή του. Η εξαγγελία για την έναρξη του «αιώνα της Τουρκίας» αποτελεί απλώς µια µεγαλοστοµία.
Οµως η Τουρκία την επόµενη πενταετία προβλέπεται ότι, όπως πιο λαϊκά λέγεται, «θα πουλήσει ακριβά το τοµάρι της». Οι επιλογές Φιντάν στο Εξωτερικών, Καλίν στη διοίκηση του «βαθέος κράτους» και του πρώην αρχηγού ΓΕΕΘΑ Αλί Γερλικάγια στο Αµύνης δείχνουν ότι στη διεθνή πολιτική θα ακολουθηθεί µια συνεκτική στρατηγική, µε κύρια αναφορά στην εθνική ασφάλεια του κράτους. Για την Τουρκία, αυτή η σύζευξη σηµαίνει ηγεµονική περιφερειακή πολιτική σε Καύκασο - Μαύρη Θάλασσα, Βαλκανική, κυρίως Ανατολική Μεσόγειο - Μέση Ανατολή - Αφρική.
Στο πλαίσιο αυτό συµπεριλαµβάνονται οι σχέσεις και οι διαφορές µε το γεωπολιτικό «κουαρτέτο» Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ - Αίγυπτος. Αναστροφή δηλαδή των δεδοµένων που έχουν δηµιουργηθεί από το 2016 και µετά και στρατηγικά οδήγησαν σε «εγκλωβισµό» την Αγκυρα, αφού αποµονώθηκε, αλλά όχι οριστικά.
Η περιφερειακή πολιτική καθορίζει σηµαντικές συνιστώσες, όπως το πώς θα διαµορφωθούν οι σχέσεις των «άλλων» µε την Τουρκία, αφού ο «οµφάλιος λώρος» µε τους Αραβες, τους Εβραίους και τελικά τους Ελληνες θα πρέπει να ανακτηθεί, µε όρους µάλιστα αποδοχής της Τουρκίας ως οθωµανικού - ανατολίτικου τύπου αυτοκρατορικής οντότητας, αποδεχόµενοι -οι «άλλοι»- τον όγκο και τις γεωπολιτικές και γεωοικονοµικές προτεραιότητές της. Καθόλου απλό. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, ανέλαβε προσκηνιακά πλέον η «dream team» του παρασκηνίου του καθεστώτος Ερντογάν. Ταυτόχρονα, από την ηµέρα της ορκωµοσίας της νέας κυβέρνησης και των πρώτων δηλώσεων των στελεχών της γίνεται φανερή και η κεντρική διεθνής πολιτική που θα ακολουθηθεί.
Η Τουρκία θα παραµείνει στη ∆ύση ως «γέφυρα» µε την Ανατολή και θα επιδιώξει να καταστεί ο πλέον κατάλληλος «διαχειριστής κρίσεων» σε αντιτιθέµενα κρατικά συµφέροντα ανταγωνιστικών χωρών και δυνάµεων της περιοχής, πριν αυτά εξελιχθούν σε «θερµά µέτωπα». Αρα, τόσο η Ουάσινγκτον, που θέλει να υπηρετεί πλέον τα συµφέροντά της χωρίς άµεσες εµπλοκές, όσο και οι συνήθως αµήχανες και «ευθυνόφοβες» διεθνοπολιτικά ευρωπαϊκές κεντρικές πρωτεύουσες θα έχουν την ευχέρεια να δεχθούν µια τέτοια τουρκική πρωτοβουλία, ενώ οι δυνάµεις της Ανατολής, Ρωσία, Κίνα, να βρουν προώθηση ή και εξισορρόπηση των συµφερόντων τους, ορατή και «επιτήδεια», χωρίς άµεση αντιπαράθεση µε τους ∆υτικούς.
Ακόµα και ο ανταγωνισµός Πακιστάν - Ινδίας µπαίνει στην εξίσωση αυτή. ∆εν είναι, άλλωστε, καθόλου ατυχείς, ούτε φυσικά τυχαίες και οι επιλογές Ερντογάν στο οικονοµικό επιτελείο που προώθησε. Σιµσέκ, µε πορεία στη UBS και στη Merril Lynch στο υπουργείο Οικονοµικών, και µια γυναίκα -και αυτό στην προκειµένη περίπτωση έχει τη σηµασία του-, η Χαριζέ Γκαγιέ Ερκάν, στην Κεντρική Τράπεζα, µε µεγάλη σχέση µε την Goldman Sachs. Ζητά ουσιαστικά η Αγκυρα, που δεν ανήκει σε κάποια ευρωζώνη νοµισµατικά και δηµοσιονοµικά, δυτικές επενδύσεις σε αναδυόµενες αγορές, υψηλού ρίσκου, βασιζόµενη στο ότι είναι χώρα του ΝΑΤΟ, χώρα-όχηµα στην Ανατολή, Ισλάµ µε ειδικές σχέσεις µε τους Αραβες, ειδικά το Κατάρ, αλλά και µε κεφάλαια και από Σαουδική Αραβία, Εµιράτα, να αντιµετωπισθεί ως «Ελ Ντοράντο» για τα δυτικά funds, Αµερικής και Ευρώπης, χωρίς προϋποθέσεις ∆ΝΤ, αλλά ως χώρα ευκαιρίας στη νέα παγκόσµια αναδιάταξη.
Αν αφήσουµε την Τουρκία και έρθουµε να προσεγγίσουµε την υπό διαµόρφωση αυτή νέα πραγµατικότητα υπό την οπτική των δικών µας συµφερόντων και της διεθνούς πολιτικής, θα µπορούσε να σηµειωθεί ότι, πρώτον και βασικό: Η Ελλάδα θα αποκτήσει επίσης, βάσει των αποτελεσµάτων των εκλογών της 21ης Μαΐου και των προβλέψεων, σε τρεις περίπου εβδοµάδες νέα κυβέρνηση, ισχυρή κοινοβουλευτικά και σταθερή, µε ορίζοντα τετραετίας. ∆εύτερον, η Ελλάδα, παρά το µεγάλο δηµόσιο και ιδιωτικό χρέος της, είναι πολύ µακριά από τα δεδοµένα του 2010-2012, την οικονοµική κατάρρευση δηλαδή, σε κύκλο δυναµικής ανάκαµψης. Εφόσον µάλιστα καθυστερήσει η κλιµάκωση της έντασης του ανταγωνισµού ΗΠΑ - Κίνας σε ορίζοντα πέραν της επόµενης τετραετίας, η Ελλάδα θα βρεθεί σε ιστορικά εξόχως προνοµιακή θέση.
Αφού λάβει ξανά την επενδυτική της βαθµίδα τους επόµενους µήνες, θα έχει την ευκαιρία ξένων επενδύσεων τύπου «σχεδίου Μάρσαλ» από τις ΗΠΑ, των δικαιούµενων στη βάση των Ταµείων Ανάκαµψης και ΕΣΠΑ από την Ε.Ε. και ιδιωτικών-κρατικών από Αραβες, Ισραήλ, σε συνδυασµό µε τις εγχώριες, µε αυξανόµενη δυναµική, πέραν µάλιστα του real estate. Τρίτον, η Ελλάδα στη γεωπολιτική της ως κράτος «στενός σύµµαχος» των ΗΠΑ και της ∆ύσης, που επιβεβαιώθηκε µε τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ αναβαθµίσθηκε η ταυτότητα, αλλά και η σηµασία της µετά τον πόλεµο στην Ουκρανία, είναι µαζί µε την Κύπρο οι κρίσιµοι «κρίκοι» στην «εταιρική» σύγκλιση µε Ισραήλ και Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για την Ελλάδα, µε αυτά τα δεδοµένα, η συζήτηση µε την Τουρκία για τη διµερή «ατζέντα», που είναι διαφορετική για την κάθε πλευρά, δεν µπορεί, ρεαλιστικά, να αποτελέσει προτεραιότητα, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν θα επιδιωχθούν δίαυλοι επικοινωνίας, ακόµα και συνοµιλιών µε την Τουρκία. Αλλά το κρίσιµο στη στρατηγική της Ελλάδας είναι να προχωρήσει µε τους εταίρους της στη Μεσόγειο στη συγκρότηση «συµµαχίας» πολυεπίπεδης και αναβαθµισµένης, που θα πείσει τις κεντρικές δυνάµεις, όπως οι ΗΠΑ, ή τη Γαλλία στην Ευρώπη ότι το περιφερειακό power game δεν θα κριθεί από τη βούληση και τους χειρισµούς της Αγκυρας, αλλά από τον συλλογικό συντονισµό των «συµµάχων» της περιοχής. Επίσης, οι συσχετισµοί µε τη «Μουσουλµανική Αδελφότητα», τη «Χαµάς» ή τη «Χεζµπολάχ» δεν πρέπει να καθορισθούν από την Αγκυρα και την ΜΙΤ, αλλά από το πολυµερές «πλέγµα» ασφαλείας της ∆ύσης και της Μεσογειακής Συµµαχίας.
Οι νέες συνθήκες στην Τουρκία δεν προδιαγράφουν ένα «µπρα-ντεφερ» ανάλογο µε αυτό της προηγούµενης τριετίας, αλλά µια γεωπολιτική «σκακιέρα» ώριµης στρατηγικής ισχύος.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 10/6
Οµως η Τουρκία την επόµενη πενταετία προβλέπεται ότι, όπως πιο λαϊκά λέγεται, «θα πουλήσει ακριβά το τοµάρι της». Οι επιλογές Φιντάν στο Εξωτερικών, Καλίν στη διοίκηση του «βαθέος κράτους» και του πρώην αρχηγού ΓΕΕΘΑ Αλί Γερλικάγια στο Αµύνης δείχνουν ότι στη διεθνή πολιτική θα ακολουθηθεί µια συνεκτική στρατηγική, µε κύρια αναφορά στην εθνική ασφάλεια του κράτους. Για την Τουρκία, αυτή η σύζευξη σηµαίνει ηγεµονική περιφερειακή πολιτική σε Καύκασο - Μαύρη Θάλασσα, Βαλκανική, κυρίως Ανατολική Μεσόγειο - Μέση Ανατολή - Αφρική.
Στο πλαίσιο αυτό συµπεριλαµβάνονται οι σχέσεις και οι διαφορές µε το γεωπολιτικό «κουαρτέτο» Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ - Αίγυπτος. Αναστροφή δηλαδή των δεδοµένων που έχουν δηµιουργηθεί από το 2016 και µετά και στρατηγικά οδήγησαν σε «εγκλωβισµό» την Αγκυρα, αφού αποµονώθηκε, αλλά όχι οριστικά.
Η περιφερειακή πολιτική καθορίζει σηµαντικές συνιστώσες, όπως το πώς θα διαµορφωθούν οι σχέσεις των «άλλων» µε την Τουρκία, αφού ο «οµφάλιος λώρος» µε τους Αραβες, τους Εβραίους και τελικά τους Ελληνες θα πρέπει να ανακτηθεί, µε όρους µάλιστα αποδοχής της Τουρκίας ως οθωµανικού - ανατολίτικου τύπου αυτοκρατορικής οντότητας, αποδεχόµενοι -οι «άλλοι»- τον όγκο και τις γεωπολιτικές και γεωοικονοµικές προτεραιότητές της. Καθόλου απλό. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, ανέλαβε προσκηνιακά πλέον η «dream team» του παρασκηνίου του καθεστώτος Ερντογάν. Ταυτόχρονα, από την ηµέρα της ορκωµοσίας της νέας κυβέρνησης και των πρώτων δηλώσεων των στελεχών της γίνεται φανερή και η κεντρική διεθνής πολιτική που θα ακολουθηθεί.
Η Τουρκία θα παραµείνει στη ∆ύση ως «γέφυρα» µε την Ανατολή και θα επιδιώξει να καταστεί ο πλέον κατάλληλος «διαχειριστής κρίσεων» σε αντιτιθέµενα κρατικά συµφέροντα ανταγωνιστικών χωρών και δυνάµεων της περιοχής, πριν αυτά εξελιχθούν σε «θερµά µέτωπα». Αρα, τόσο η Ουάσινγκτον, που θέλει να υπηρετεί πλέον τα συµφέροντά της χωρίς άµεσες εµπλοκές, όσο και οι συνήθως αµήχανες και «ευθυνόφοβες» διεθνοπολιτικά ευρωπαϊκές κεντρικές πρωτεύουσες θα έχουν την ευχέρεια να δεχθούν µια τέτοια τουρκική πρωτοβουλία, ενώ οι δυνάµεις της Ανατολής, Ρωσία, Κίνα, να βρουν προώθηση ή και εξισορρόπηση των συµφερόντων τους, ορατή και «επιτήδεια», χωρίς άµεση αντιπαράθεση µε τους ∆υτικούς.
Ακόµα και ο ανταγωνισµός Πακιστάν - Ινδίας µπαίνει στην εξίσωση αυτή. ∆εν είναι, άλλωστε, καθόλου ατυχείς, ούτε φυσικά τυχαίες και οι επιλογές Ερντογάν στο οικονοµικό επιτελείο που προώθησε. Σιµσέκ, µε πορεία στη UBS και στη Merril Lynch στο υπουργείο Οικονοµικών, και µια γυναίκα -και αυτό στην προκειµένη περίπτωση έχει τη σηµασία του-, η Χαριζέ Γκαγιέ Ερκάν, στην Κεντρική Τράπεζα, µε µεγάλη σχέση µε την Goldman Sachs. Ζητά ουσιαστικά η Αγκυρα, που δεν ανήκει σε κάποια ευρωζώνη νοµισµατικά και δηµοσιονοµικά, δυτικές επενδύσεις σε αναδυόµενες αγορές, υψηλού ρίσκου, βασιζόµενη στο ότι είναι χώρα του ΝΑΤΟ, χώρα-όχηµα στην Ανατολή, Ισλάµ µε ειδικές σχέσεις µε τους Αραβες, ειδικά το Κατάρ, αλλά και µε κεφάλαια και από Σαουδική Αραβία, Εµιράτα, να αντιµετωπισθεί ως «Ελ Ντοράντο» για τα δυτικά funds, Αµερικής και Ευρώπης, χωρίς προϋποθέσεις ∆ΝΤ, αλλά ως χώρα ευκαιρίας στη νέα παγκόσµια αναδιάταξη.
Αν αφήσουµε την Τουρκία και έρθουµε να προσεγγίσουµε την υπό διαµόρφωση αυτή νέα πραγµατικότητα υπό την οπτική των δικών µας συµφερόντων και της διεθνούς πολιτικής, θα µπορούσε να σηµειωθεί ότι, πρώτον και βασικό: Η Ελλάδα θα αποκτήσει επίσης, βάσει των αποτελεσµάτων των εκλογών της 21ης Μαΐου και των προβλέψεων, σε τρεις περίπου εβδοµάδες νέα κυβέρνηση, ισχυρή κοινοβουλευτικά και σταθερή, µε ορίζοντα τετραετίας. ∆εύτερον, η Ελλάδα, παρά το µεγάλο δηµόσιο και ιδιωτικό χρέος της, είναι πολύ µακριά από τα δεδοµένα του 2010-2012, την οικονοµική κατάρρευση δηλαδή, σε κύκλο δυναµικής ανάκαµψης. Εφόσον µάλιστα καθυστερήσει η κλιµάκωση της έντασης του ανταγωνισµού ΗΠΑ - Κίνας σε ορίζοντα πέραν της επόµενης τετραετίας, η Ελλάδα θα βρεθεί σε ιστορικά εξόχως προνοµιακή θέση.
Αφού λάβει ξανά την επενδυτική της βαθµίδα τους επόµενους µήνες, θα έχει την ευκαιρία ξένων επενδύσεων τύπου «σχεδίου Μάρσαλ» από τις ΗΠΑ, των δικαιούµενων στη βάση των Ταµείων Ανάκαµψης και ΕΣΠΑ από την Ε.Ε. και ιδιωτικών-κρατικών από Αραβες, Ισραήλ, σε συνδυασµό µε τις εγχώριες, µε αυξανόµενη δυναµική, πέραν µάλιστα του real estate. Τρίτον, η Ελλάδα στη γεωπολιτική της ως κράτος «στενός σύµµαχος» των ΗΠΑ και της ∆ύσης, που επιβεβαιώθηκε µε τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ αναβαθµίσθηκε η ταυτότητα, αλλά και η σηµασία της µετά τον πόλεµο στην Ουκρανία, είναι µαζί µε την Κύπρο οι κρίσιµοι «κρίκοι» στην «εταιρική» σύγκλιση µε Ισραήλ και Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για την Ελλάδα, µε αυτά τα δεδοµένα, η συζήτηση µε την Τουρκία για τη διµερή «ατζέντα», που είναι διαφορετική για την κάθε πλευρά, δεν µπορεί, ρεαλιστικά, να αποτελέσει προτεραιότητα, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν θα επιδιωχθούν δίαυλοι επικοινωνίας, ακόµα και συνοµιλιών µε την Τουρκία. Αλλά το κρίσιµο στη στρατηγική της Ελλάδας είναι να προχωρήσει µε τους εταίρους της στη Μεσόγειο στη συγκρότηση «συµµαχίας» πολυεπίπεδης και αναβαθµισµένης, που θα πείσει τις κεντρικές δυνάµεις, όπως οι ΗΠΑ, ή τη Γαλλία στην Ευρώπη ότι το περιφερειακό power game δεν θα κριθεί από τη βούληση και τους χειρισµούς της Αγκυρας, αλλά από τον συλλογικό συντονισµό των «συµµάχων» της περιοχής. Επίσης, οι συσχετισµοί µε τη «Μουσουλµανική Αδελφότητα», τη «Χαµάς» ή τη «Χεζµπολάχ» δεν πρέπει να καθορισθούν από την Αγκυρα και την ΜΙΤ, αλλά από το πολυµερές «πλέγµα» ασφαλείας της ∆ύσης και της Μεσογειακής Συµµαχίας.
Οι νέες συνθήκες στην Τουρκία δεν προδιαγράφουν ένα «µπρα-ντεφερ» ανάλογο µε αυτό της προηγούµενης τριετίας, αλλά µια γεωπολιτική «σκακιέρα» ώριµης στρατηγικής ισχύος.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 10/6