Είναι γεγονός ότι τα καιρικά φαινόμενα σε όλες τις εποχές του χρόνου, και ειδικά τα καλοκαίρια με τους καύσωνες ή τους χειμώνες με τα κύματα ακραίου ψύχους -αλλά και τις πλημμύρες στο ενδιάμεσο-, δικαιολογούν τη συζήτηση περί κλιματικής αλλαγής. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι μοιρολατρίας και μεμψιμοιρίας για τους κινδύνους και τις συνέπειες που προκύπτουν. Η αποστολή του κράτους, κεντρικού και περιφερειακού, των κοινοτήτων των πολιτών αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενιαίας δομής δεν είναι άλλη από το να τα αντιμετωπίσουν με τα σύγχρονα μέσα, τις τεχνολογίες αλλά και την πρόληψη και την οργάνωση, ώστε όχι μόνο να διαφυλάξουν τις ανθρωπινές ζωές αλλά και τις περιουσίες. Επίσης, το περιβάλλον, που κάνει βιώσιμη τη ζωή στην καθημερινότητα, αλλά και την πρωτογενή παραγωγή. Αξίζει μια αρχική σημείωση: τα καιρικά φαινόμενα δεν είναι ιστορικά πρωτόγνωρα. Η συχνότητά τους όμως αυξάνεται και αυτή είναι η διαφορά στον χρόνο, που καλύπτεται τελικά κάτω από τον γενικό, αφαιρετικό τίτλο «κλιματική αλλαγή». Η αυξημένη συχνότητα των ακραίων επονομαζόμενων καιρικών φαινομένων, από την άλλη, έρχεται ως αποτέλεσμα της ισοπεδωτικής αποψίλωσης των δασικών εκτάσεων, της ακραίας και πέραν πάσης περιβαλλοντικής αρμονίας δόμησης, των σύγχρονων τρόπων διατήρησης βιώσιμης διαβίωσης, όπως η μαζική χρήση των air conditions, και της πυκνότητας των πληθυσμών που κατοικούν σε συγκεκριμένες πόλεις.

Μιλώντας για την Ελλάδα και την καταστροφή που αφήνουν πίσω τους οι πυρκαγιές την καλοκαιρινή περίοδο, αρκεί να λάβουμε υπόψη μας κάποια πολύ συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία, για να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος και της δυσλειτουργίας που παρουσιάζεται. Ο αριθμός των καμένων εκτάσεων που καταγράφεται το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 31 Ιουλίου 2023 είναι 547.700 στρέμματα. Πενταπλάσιος σε έκταση, αυξημένος κατά 461,2% από τον μέσο όρο στρεμμάτων σε αντίστοιχες περιόδους, από το 2006 έως το 2022, που ήταν κατά μέσο όρο 118.750 στρέμματα. Η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη σε καμένες εκτάσεις στην Ευρώπη και τα κράτη της Μεσογείου, πίσω από την Ισπανία, που έχει όμως 4πλάσια έκταση από την Ελλάδα, ενώ η Ιταλία που βρίσκεται στην τρίτη θέση στη «μαύρη λίστα» έχει διπλάσια έκταση από την Ελλάδα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η χώρα μας σε συχνότητα πυρκαγιών βρίσκεται στην έβδομη θέση στα κράτη της ΕΕ και της Μεσογείου. Το φαινόμενο της αύξησης των καμένων εκτάσεων δεν είναι μόνον ελληνικό, αφού σε ολόκληρη την Ευρώπη καταγράφεται αύξηση. Συγκεκριμένα, μέχρι τις 31 Ιουλίου 2023 έχουμε 2.367.680 στρέμματα καμένα, ενώ στο αντίστοιχο διάστημα 2006-2022 ήταν 1.600.990 στρέμματα. Ούτε αυτό όμως χρησιμεύει ως άλλοθι.

Γιατί στην Ελλάδα, εκτός από τις αιτίες των πυρκαγιών, τυχαίες, εμπρησμοί ή δολιοφθορά, θα πρέπει να δούμε μια δομική πραγματικότητα που προφανώς δεν λειτουργεί. Δηλαδή, μπορεί στη διαχείριση της κρίσης το πρωτεύον να είναι η προστασία των ανθρώπινων ζωών, αλλά και οι περιουσίες και τα δάση και τα ζώα δεν μπορεί να αφήνονται στο έλεος του Θεού και τη μανία της φωτιάς. Μπορεί οι εκκενώσεις να λειτουργούν με ενθαρρυντική επιτυχία από την Αστυνομία και το 112 να είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο, αλλά κάτι στην Πυροσβεστική δεν πάει καλά. Τα μέσα πολλαπλασιάσθηκαν, όμως το επιχειρησιακό χάσμα μεταξύ της Πυροσβεστικής, ειδικής για τις αστικές πυρκαγιές, και της καταργηθείσας, στο βαθύ παρελθόν πλέον, Δασικής Υπηρεσίας είναι εμφανές ότι δεν έχει καλυφθεί. Χρειάζονται εγρήγορση και στοχοπροσήλωση…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»