Ένα μέτρο που προβληματίζει και προκαλεί πολλές συζητήσεις
Ο πρωθυπουργός προέβαλε την υποχρεωτική ασφάλεια των ακινήτων, με τρόπο αξιωματικό προκαλώντας ενστάσεις σε ειδικούς, αναλυτές και νοικοκυριά
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ασφάλισης των ακινήτων. Το ύφος του, όμως, και η σύνδεση που έκανε με τη δυνατότητα του κράτους, αλλά επί του παρόντος και της Ευρώπης, στις αποζημιώσεις και την αποκατάσταση των καταστροφών, που αφήνουν πίσω τους τα έντονα καιρικά φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής, έβαλαν το θέμα πιο ψηλά στην «ατζέντα» γενικευμένων συζητήσεων. Με το πρακτικό και οικονομικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τον Κ. Μητσοτάκη, και που έχουν συνηθίσει να παρακολουθούν οι πολίτες όλα αυτά τα χρόνια της διακυβέρνησης του σε καλές και κακές στιγμές, ο πρωθυπουργός προέβαλε την υποχρεωτική ασφάλεια των ακινήτων με τρόπο αξιωματικό. Αυτή η προσέγγιση προκάλεσε γενικότερο προβληματισμό και διευρυμένες ενστάσεις όχι μόνο μεταξύ ειδικών ή αναλυτών αλλά στη βάση του μέσου νοικοκυριού. Τα κύρια ζητήματα που τίθενται είναι: Πρώτον, οι ήδη σε δυσχερή ως προς τα οικονομικά της καθημερινότητας πολίτες θα βρεθούν σε δυσχερή θέση στην περίπτωση που η κυβέρνηση αποφασίσει να επιβάλει την καθολική ασφάλιση των ακινήτων.
Οι περισσότεροι νοικοκυραίοι, η ευρεία δηλαδή μέση τάξη των Ελλήνων, έχει συνήθως δύο σπίτια, ένα στην πόλη και ένα δεύτερο, συνήθως από πατρογονική κληρονομιά, εξοχικό ή στον τόπο καταγωγής. Επίσης, πέρα από τα σπίτια έχουν στην ιδιοκτησία τους κάποια αγροκτήματα. Αυτά είτε καλλιεργούνται σε οικιακή βάση είτε έχουν εγκαταλειφθεί μέχρι νεωτέρας από πλευράς αξιοποίησης. Στην περίπτωση που υπάρξει γενική διάταξη για την ασφάλιση των ακινήτων και, μάλιστα, για φυσικές καταστροφές ή πολύ περισσότερο θεομηνίες, θα σημειωθεί σημαντική επιβάρυνση στα ιδιωτικά οικονομικά. Με τα περιθώρια υπό τις παρούσες συνθήκες ακρίβειας και επιβαρύνσεων στα ακίνητα σχεδόν απαγορευτικά. Αυτή είναι η μία όψη των προβληματισμών. Η άλλη όψη των ζητημάτων που προβληματίζουν σχετίζονται με τη δυνατότητα των ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα να καλύψουν, για παράδειγμα, ευρείες ζημιές και καταστροφές όπως έχουμε στην περίπτωση της Θεσσαλίας. Έτσι πολύ εύκολα μπορεί οι ιδιοκτήτες ακινήτων να επιβαρυνθούν με ασφάλιστρα και, από την άλλη, έπειτα από μια θεομηνία ευρείας έκτασης οι εταιρείες να καταρρέουν και τα ποσά να χάνονται, με το Δημόσιο να σπεύδει να καλύψει την καταστροφή των ιδιωτών και το κενό των εταιρειών.
Φυσικά ο πρωθυπουργός και τα επιτελεία του υιοθετούν ήδη πρακτικές σε εθελοντική βάση οι ιδιώτες ιδιοκτήτες ακινήτων να επιλέγουν την ασφάλισή τους, με όφελος επί του φόρου ΕΝΦΙΑ που είναι υποχρεωμένοι να αποδίδουν. Η παρούσα πρωτοβουλία λειτουργεί, ως μοντέλο ΣΔΙΤ, αλλά η γενική υποχρεωτική ρύθμιση αποτελεί μια πίεση που ήδη πανικοβάλλει. Πέρα από τα ακίνητα, υπάρχουν πολιτικές που αποτέλεσαν πρωτοβουλία συγκεκριμένων ιδιωτικών τραπεζών από την προηγούμενη πολύπλευρα δύσκολη δεκαετία, που σχετίζεται με αυτό που ονομάσθηκε «συμβολαιοποιημένη» γεωργία ή κτηνοτροφία. Αυτό είναι ένα «εργαλείο» της ιδιωτικής τραπεζικής που προσομοιάζει με πρακτικές για παράδειγμα της Ολλανδίας, όπου το σλόγκαν «οι τραπεζίτες στο χωράφι» είχε έμπρακτο αποτέλεσμα και που μπορεί εκ νέου να υποστηριχθεί και να λειτουργήσει καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος τουλάχιστον της αποκατάστασης ζημιών από φυσικές καταστροφές. Στις δύσκολες παρούσες συνθήκες για τους Έλληνες, που βρίσκονται με χαμηλές αποδοχές σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο αλλά με ανάλογες πιέσεις με τον μέσο Ευρωπαίο σε σχέση με τον πληθωρισμό, την ενεργειακή κρίση και την αύξηση του κόστους των προϊόντων, η κανονικότητα και η προβλεψιμότητα των οικονομικών υποχρεώσεων πρέπει να διατηρηθούν για να μην υπάρξουν σύγχυση και περαιτέρω εκνευρισμός.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 19/9
Οι περισσότεροι νοικοκυραίοι, η ευρεία δηλαδή μέση τάξη των Ελλήνων, έχει συνήθως δύο σπίτια, ένα στην πόλη και ένα δεύτερο, συνήθως από πατρογονική κληρονομιά, εξοχικό ή στον τόπο καταγωγής. Επίσης, πέρα από τα σπίτια έχουν στην ιδιοκτησία τους κάποια αγροκτήματα. Αυτά είτε καλλιεργούνται σε οικιακή βάση είτε έχουν εγκαταλειφθεί μέχρι νεωτέρας από πλευράς αξιοποίησης. Στην περίπτωση που υπάρξει γενική διάταξη για την ασφάλιση των ακινήτων και, μάλιστα, για φυσικές καταστροφές ή πολύ περισσότερο θεομηνίες, θα σημειωθεί σημαντική επιβάρυνση στα ιδιωτικά οικονομικά. Με τα περιθώρια υπό τις παρούσες συνθήκες ακρίβειας και επιβαρύνσεων στα ακίνητα σχεδόν απαγορευτικά. Αυτή είναι η μία όψη των προβληματισμών. Η άλλη όψη των ζητημάτων που προβληματίζουν σχετίζονται με τη δυνατότητα των ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα να καλύψουν, για παράδειγμα, ευρείες ζημιές και καταστροφές όπως έχουμε στην περίπτωση της Θεσσαλίας. Έτσι πολύ εύκολα μπορεί οι ιδιοκτήτες ακινήτων να επιβαρυνθούν με ασφάλιστρα και, από την άλλη, έπειτα από μια θεομηνία ευρείας έκτασης οι εταιρείες να καταρρέουν και τα ποσά να χάνονται, με το Δημόσιο να σπεύδει να καλύψει την καταστροφή των ιδιωτών και το κενό των εταιρειών.
Φυσικά ο πρωθυπουργός και τα επιτελεία του υιοθετούν ήδη πρακτικές σε εθελοντική βάση οι ιδιώτες ιδιοκτήτες ακινήτων να επιλέγουν την ασφάλισή τους, με όφελος επί του φόρου ΕΝΦΙΑ που είναι υποχρεωμένοι να αποδίδουν. Η παρούσα πρωτοβουλία λειτουργεί, ως μοντέλο ΣΔΙΤ, αλλά η γενική υποχρεωτική ρύθμιση αποτελεί μια πίεση που ήδη πανικοβάλλει. Πέρα από τα ακίνητα, υπάρχουν πολιτικές που αποτέλεσαν πρωτοβουλία συγκεκριμένων ιδιωτικών τραπεζών από την προηγούμενη πολύπλευρα δύσκολη δεκαετία, που σχετίζεται με αυτό που ονομάσθηκε «συμβολαιοποιημένη» γεωργία ή κτηνοτροφία. Αυτό είναι ένα «εργαλείο» της ιδιωτικής τραπεζικής που προσομοιάζει με πρακτικές για παράδειγμα της Ολλανδίας, όπου το σλόγκαν «οι τραπεζίτες στο χωράφι» είχε έμπρακτο αποτέλεσμα και που μπορεί εκ νέου να υποστηριχθεί και να λειτουργήσει καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος τουλάχιστον της αποκατάστασης ζημιών από φυσικές καταστροφές. Στις δύσκολες παρούσες συνθήκες για τους Έλληνες, που βρίσκονται με χαμηλές αποδοχές σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο αλλά με ανάλογες πιέσεις με τον μέσο Ευρωπαίο σε σχέση με τον πληθωρισμό, την ενεργειακή κρίση και την αύξηση του κόστους των προϊόντων, η κανονικότητα και η προβλεψιμότητα των οικονομικών υποχρεώσεων πρέπει να διατηρηθούν για να μην υπάρξουν σύγχυση και περαιτέρω εκνευρισμός.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 19/9