ΣΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ δηλώσεις του, λίγο πριν από τη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κ. Μητσοτάκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, ανέφερε ότι Τουρκία και Ελλάδα δεν είναι εχθροί. Ένα μήνυμα καθησυχασμού και πνεύματος συνδιαλλαγής προς την Αθήνα και όχι μόνον.

Γιατί το μήνυμα Ερντογάν, που προβλήθηκε στην Ελλάδα, δεν έχει άξονα αναφοράς την Ελλάδα, αλλά την αμερικανική ηγεσία και διοίκηση. Για τον λόγο αυτό στην τοποθέτησή του στο αμερικανικό κρατικό δίκτυο PBS, κατά την οποία σημείωσε ότι τις τελευταίες δεκαετίες «είμαστε φίλοι» με την Ελλάδα, υπονοώντας προφανώς ότι δεν έχουμε πόλεμο ή ότι «ποτέ δεν πολεμήσαμε σε αντίθετα στρατόπεδα» και εννοώντας, πάλι προφανώς, ότι είμαστε και οι δύο χώρες παλαιά μέλη του ΝΑΤΟ, γιατί διαφορετικά η συγκεκριμένη αποστροφή ιστορικά δεν στέκει, επιτίθεται με αρνητικό σχολιασμό προσωπικά στον Αμερικανό γερουσιαστή Μενέντεζ και την πολιτική του προσέγγιση ως προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας των ΗΠΑ.

ΤΟ ΚΛΙΜΑ αυτό της συνέντευξης του Τούρκου προέδρου επί αμερικανικού εδάφους μπορεί να θεωρηθεί ως «πρελούδιο» και για το περιβάλλον μέσα στο όποιο σήμερα θα εξελιχθεί η συνάντηση των δύο ηγετών. Επίσης, για την τακτική που θα ακολουθήσει η Άγκυρα, πλην συγκλονιστικού απροόπτου το επόμενο χρονικό διάστημα, οριζόμενο αυτό ενδεχομένως και σε ορίζοντα χρόνων. Ουσιαστικά, όπως και με άλλες αφορμές έχει σημειωθεί σε ρεπορτάζ και αναλύσεις στην «Α», η Τουρκία στην παρούσα φάση ενδιαφέρεται κυρίως να αποκαταστήσει σε ένα επίπεδο τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προκειμένου να τύχει πιο ευνοϊκών ρυθμίσεων και αποφάσεων από την Ουάσινγκτον για την προμήθεια των αεροσκαφών F-16, ανταλλακτικών και άλλων διευκολύνσεων, οικονομικού ή χρηματοδοτικού περιεχόμενου.

Όχι άσχετα άλλωστε ο κ. Ερντογάν, στην ίδια συνέντευξη, υπογραμμίζει την πολύχρονη αναμονή της χώρας του στον «προθάλαμο» του ευρωπαϊκού κλαμπ, το οποίο σήμερα πλέον έχει υποκαταστήσει μερικώς με την πιο στενή σχέση που έχει δομήσει με τη Ρωσία. Έτσι περιγράφει ο Τούρκος πρόεδρος τη νέα φάση της «επιτήδειας ουδετερότητας» που έχει υιοθετήσει η διπλωματία της χώρας του μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και τον «θερμό πόλεμο» που εξελίσσεται εκεί για περίπου ενάμιση χρόνο. Ο τρόπος που χειρίζεται τις διεθνείς υποθέσεις της η Άγκυρα γίνεται φανερός ταυτόχρονα από την επίμονα αρνητική στάση που διατηρεί στο θέμα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Παρά το γεγονός ότι η Στοκχόλμη έχει υποχωρήσει από αρχικές της θέσεις και νομοθέτησε μέτρα εναντίον των Κούρδων τα οποία ζητούσε η Τουρκία, η τελευταία διά του προέδρου της εξακολουθεί να επιζητά συγκεκριμένες πρακτικές -παραδοχής υποτέλειας- στο θέμα της παράδοσης συγκεκριμένης λίστας Κούρδων, που χαρακτηρίζουν ως τρομοκράτες οι υπηρεσίες κρατικής ασφάλειας της Τουρκίας και σε κάποιες περιπτώσεις και η τουρκική Δικαιοσύνη, για να άρει το βέτο στην ένταξη.

ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΟΝΤΑΣ στα ελληνοτουρκικά ζητήματα και τη συνάντηση υψηλού επιπέδου, έχουμε λόγους να περιμένουμε κοινές δηλώσεις Μητσοτάκη - Ερντογάν για τη συμφωνία επί ενός παρατεταμένου μορατόριουμ στο Αιγαίο, με αμοιβαία αποφυγή εντάσεων τόσο στρατιωτικού όσο και διπλωματικού-επικοινωνιακού επιπέδου. Στο πεδίο του πολιτικού διαλόγου σε διμερές επίπεδο, αυτός αναβαθμίζεται από τις κλασικού τύπου διερευνητικές σε συζητήσεις σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών, χωρίς χρονοδιάγραμμα. Από την ελληνική πλευρά θα συμμετέχει η έμπειρη διπλωμάτης κυρία Παπαδοπούλου. Τέλος, στη «θετική ατζέντα», που από την ελληνική πλευρά διαχειρίζεται ο κ. Φραγκογιάννης, με αντικείμενο οικονομικά, εμπορικά ζητήματα και θέματα μεταφορών αναμένονται θετικές εξελίξεις.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 20/9