Ερχόμενος στην Αθήνα ο Ταγίπ Ερντογάν στις 7 Δεκεμβρίου δεν είναι καθόλου απίθανο να κάνει κάποιες δηλώσεις περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, περί αλλαγής της Συνθήκης της Λωζάννης, περί ύπαρξης τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και το Αιγαίο. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα κλίμα αντίστοιχο με αυτό του 2017, επί διακυβέρνησης Τσίπρα και με τον Π. Παυλόπουλο στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αιφνιδιασμός από τον γενικά απρόβλεπτο ηγέτη της Τουρκίας. Ειδικά μετά και την τελευταία επίσκεψη του στη Γερμανία, έναν από τους πιο παραδοσιακά στενούς συμμάχους της Τουρκίας ακόμη και στον σχεδιασμό των γενοκτονιών και των μαζικών σφαγών σε βάρος εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων της εποχής του Κεμάλ. Αν παρακολουθήσουμε μια τελευταία ομιλία Ερντογάν σε ενθουσιώδες κοινό βουλευτών του, ο Τούρκος πρόεδρος προχώρησε σε αποτίμηση της επίσκεψής του στο Βερολίνο κρατώντας τα θετικά, τη συμφωνία της αύξησης των εμπορικών διμερών σχέσεων από τα 50 δισεκατομμύρια στα 60 δισ. ετησίως, χωρίς να αναφερθεί στην υπενθύμιση σε βάρος των Γερμανών για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων συνδέοντάς το με τη σημερινή στάση τους υπέρ του Ισραήλ, αλλά και στους έμμεσους εκβιασμούς προς τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Σολτς ( SPD), ψηφοφόροι των οποίων είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εκατομμυρίων τουρκικής καταγωγής μουσουλμάνων, Γερμανών πολιτών.

Στην ίδια  ομιλία ο Τ. Ερντογάν αναφέρθηκε σκαιότατα, όπως το συνηθίζει τελευταία σε βάρος του Μπ. Νετανιάχου, πολιτικού ηγέτη του Ισραήλ, χαρακτηρίζοντάς τον «σφαγέα της Γάζας» που με τον αποκλεισμό που ακολουθείται επιχειρεί γενοκτονία των Παλαιστινίων. Ταυτόχρονα, όμως, προδιέγραψε και το κλίμα της επίσκεψής του στην Αθήνα σε λίγες ημέρες. «Διαφωνίες είχαμε χθες και θα τις έχουμε και σήμερα. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βρούμε κοινό έδαφος ως δύο χώρες που μοιράζονται το ίδιο κλίμα και την ίδια θάλασσα.

Υπάρχουν πολλά θέματα που μπορούμε να βελτιώσουμε στη συνεργασία μας». Η τοποθέτηση αυτή θα πρέπει να οδηγήσει την ελληνική διπλωματία στο να προετοιμαστεί και να προετοιμάσει τον Έλληνα πρωθυπουργό, όπως είναι η δουλειά της, για δύο βασικά σενάρια. Το ένα, να υπάρξουν προκλητικές δηλώσεις και κλίμα ανάλογο με αυτό του 2017. Το δεύτερο και πιο πονηρό, όμως, είναι μέσα από τις τοποθετήσεις Μητσοτάκη απέναντι στις θέσεις Ερντογάν να δημιουργηθεί κλίμα καχυποψίας και «ρωγμές» στη στενά συμμαχική σχέση εμπιστοσύνης με το Ισραήλ και την Κύπρο. Το ένα δηλαδή από τα δύο δομικά «τρίγωνα» ισχύος της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Απέναντι στο Ισραήλ θα ακουσθούν τα ίδια σε βάρος του Νετανιάχου και των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα, αθωώνοντας ταυτόχρονα την τρομοκρατία της Χαμάς. Η «παγίδα» εδώ θα είναι να χαθεί η ελληνική πλευρά στην «ανθρωπιστική εκεχειρία» και στο «δίκαιο του πολέμου» και να επιβαρυνθεί η συνεκτική σχέση εμπιστοσύνης με την Ιερουσαλήμ. Στο Κυπριακό, αντίστοιχα, η «παγίδα» μπορεί να είναι η αναγνώριση συμβατικών (οικονομικών) δικαιωμάτων της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου, επιπλέον των γνωστών τοποθετήσεων από την εποχή Αναστασιάδη -ανάλογων με εκείνες για τα «συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο της εποχής Σημίτη- που να ερμηνευτούν ως μελλοντική αποδοχή από την Ελλάδα των δύο κρατών στο νησί.

Η δεξιοτεχνία της τουρκικής διπλωματίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί ούτε η επιρροή που έχει η γείτων χώρα στους μιντιακούς, πανεπιστημιακούς και πολιτικούς κύκλους της Ελλάδας, με ενορχηστρωτές τους Φιντάν και Καλίν. ΥΓ. Ο πρωθυπουργός τόσο στην περίπτωση της Νέας Υόρκης τον Σεπτέμβριο όσο και στο Λονδίνο φέρεται ότι εκνευρίσθηκε, δικαίως, για κάποιες επιμέρους αστοχίες στη διπλωματική προετοιμασία και πληροφόρηση που είχε. Στην προκειμένη περίπτωση, ανάλογη κατάσταση θα έχει σοβαρές επιπτώσεις...

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 30/11