Ο υπουργός Μετανάστευσης, Δ. Καιρίδης, που συνέταξε και προώθησε τη σχετική τροπολογία για τη νόμιμη παραμονή παράνομων εισελθόντων μεταναστών στη χώρα μας μέχρι τις 30 Νοεμβρίου εφόσον έχουν συμπληρώσει τριετία και όχι επτά χρόνια παρουσίας και ο υπουργός Εργασίας, Α. Γεωργιάδης, που τη φιλοξενεί σε νομοσχέδιο του υπουργείου του, υποστηρίζοντάς την πολιτικά επί των προβλέψεών της, αναλαμβάνουν τις επιπτώσεις που αυτή θα έχει στην εξέλιξη των μεταναστευτικών ροών. Οι δύο υπουργοί με αυτή την ευκαιριακή ρύθμιση -δομική όμως ως προς τα μηνύματά της, αποσπασματική (οι ίδιοι επιχειρηματολογούν ότι θα είναι άπαξ χωρίς συνέχεια), διασπαστική ως προς την ενότητα και τη συνοχή των στρατηγικών που ακολουθεί και προβάλλει η Ελλάδα στην ανάσχεση του Μεταναστευτικού, επιπόλαιη και επιφανειακή ως προς την αντιμετώπιση της έλλειψης εργατών- επιχειρούν να παρουσιάσουν την υπόθεση ως μια διαχείριση κρίσης. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι συνδέεται με την άμεση ανάγκη να βρεθούν εργάτες για το μάζεμα της ελιάς, για τα τεχνικά μεγάλα έργα, για τις επιχειρήσεις τουρισμού και τη βιομηχανία. Λες και παρουσιάσθηκε ξαφνικά το ζήτημα της έλλειψης απασχολούμενων στους συγκεκριμένους τομείς. Ή ότι με τη ρύθμιση αυτή θα προλάβει η γραφειοκρατία να αντιμετωπίσει, για παράδειγμα, τη συγκέντρωση της παραγωγής της ελιάς, με δεδομένο ότι μπαίνουμε ήδη στον Ιανουάριο. Ισχυρίζονται ότι η «μαύρη εργασία» θα εξελιχθεί σε «άσπρη», με ένσημα στο ΙΚΑ. Αγνοούν δηλαδή το βάσιμο ερώτημα του πώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, τουλάχιστον στον αγροτικό τομέα και τον τουρισμό, αφού ο εργοδότης θα επιβαρύνεται χωρίς λόγο και ο παράνομος μετανάστης δεν έχει να προσβλέπει σε σύνταξη στη χώρα μας, αφού δεν είναι μόνιμος ούτε καν νόμιμος κάτοικος. Για τα περί ποινικού μητρώου και τόπου διαμονής, ας μη τα βάλουμε στη συζήτηση, προκαλούν ήδη γέλωτες και ειρωνείες.

Επίσης, οι δύο υπουργοί αγνοούν παντελώς, δεν ενδιαφέρθηκαν να ερευνήσουν και να μάθουν για το χάος που υπάρχει στις «ατυχήσασες» γενικώς αποκεντρωμένες διοικήσεις με την ανανέωση της άδειας εργασίας για παράτυπους μετανάστες, που διαβιούν για παράδειγμα 10 και 15 χρόνια στη χώρα μας, άρα εμπίπτουν στον υπάρχοντα νόμο της Νέας Δημοκρατίας επί πρωθυπουργίας Σαμαρά (2014) περί επταετούς διαμονής ως προαπαιτούμενο, όταν ζητούν ανανέωση της άδειας εργασίας τους που τη δικαιούνται ούτως ή άλλως. Η ανανέωση της άδειας αφορά τριετία και θα τη λάβουν συνήθως έπειτα από περίπου 2 ή 2,5 χρόνια λόγω φόρτου εργασίας. Λίγο πριν λήξει δηλαδή. Στο μεσοδιάστημα οι άνθρωποι αυτοί θα βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Τέτοιου τύπου «λεπτομέρειες», που δεν έλαβαν υπόψη τους οι δύο υπουργοί, οδηγούν μετανάστες που βρίσκονταν επί δεκαετίες στην Ελλάδα στο να μετοικήσουν στην Ιταλία, στην Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στο πολιτικό σκέλος θα πρέπει να υπάρξει ένας διαχωρισμός. Ο κύριος Καιρίδης κινείται με ιδεοληψία. Η εμμονή του με την πολυπολιτισμικότητα και τον «woke» δικαιωματισμό της παγκοσμιοποίησης αλλά και η εμπιστοσύνη στον παράγοντα Τουρκία τον οδηγούν σε τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες, αντί της ενίσχυσης των διακρατικών συμφωνιών για εποχικούς και νόμιμους μετανάστες που είναι η κεντρική στρατηγική της κυβέρνησης σχετικά, με τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Ο κ. Καιρίδης άλλωστε ή το επιτελείο του φέρεται ως πηγή για το επίμαχο δημοσίευμα των «Financial Times» του Σεπτεμβρίου. Ο κύριος Γεωργιάδης, από την άλλη, μόνον κινούμενος σε ένα πλαίσιο κυβερνητικού ακτιβισμού μπορεί να λογίζεται σε αυτή την κατεύθυνση. Πάντως και οι δύο υπουργοί θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν προσωπικές πολιτικές ευθύνες, στην περίπτωση που τους επόμενους μήνες έχουμε αύξηση των ροών παράνομων μεταναστών προς την Ελλάδα ή αν η τροπολογία τους δεν φέρει ορατά θετικά αποτελέσματα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»