Ο ορυκτός πλούτος ως εργαλείο ανάπτυξης και ενεργειακής διπλωµατίας
Άρθρο
Ο εγχώριος εξορυκτικός κλάδος έχει έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα, µε τις εξαγωγές του να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεων, αποτελώντας έναν σηµαντικό παραγωγικό κρίκο στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσµια αγορά
Περνάµε σε µια νέα εποχή που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για αποτελεσµατική βιώσιµη ανάπτυξη και για αυτονοµία της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την ενέργεια και την πράσινη µετάβαση. Η στρατηγική της ΕΕ για τη σταδιακή απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιµα και για δραστική µείωση των εκποµπών CO2 έχει φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ), όπως o λιγνίτης που υπάρχει σε αφθονία στη χώρα µας, και τον παραγωγικό ρόλο που έχει στο ταξίδι της Ευρώπης προς τη βιωσιµότητα.
Σε ένα περιβάλλον έντονων ενεργειακών, γεωπολιτικών και κλιµατικών προκλήσεων, η στροφή στις ΟΠΥ είναι «κλειδί» για την ανάπτυξη αποδοτικότερων τεχνολογιών που σχετίζονται µε τη µετάβαση σε µια οικονοµία σχεδόν µηδενικών εκποµπών (net zero), όπως η ηλεκτροκίνηση, η ανάπτυξη νέων δικτύων µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τεχνολογιών ΑΠΕ. Στα λιγνιτωρυχεία της ∆υτικής Μακεδονίας και συγκεκριµένα στην περιοχή της Κοζάνης σχεδιάζεται και προωθείται µία από τις µεγαλύτερες άµεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα (προϋπολογισµού 160.000.000 ευρώ) και µε πρόσθετες επενδύσεις τα επόµενα χρόνια, επιπλέον σε έργα κοινωνικού χαρακτήρα), στη βάση των αρχών της πράσινης µετάβασης, ενσωµατώνοντας στην πράξη τις πλέον υπεύθυνες πρακτικές του κλάδου διεθνώς. Μια πράσινων προδιαγραφών ενέργεια µε σχεδόν µηδενικές περιβαλλοντολογικές επιβαρύνσεις (80% χαµηλότερα από τα επιτρεπτά όρια της ΕΕ).
Μια στρατηγική επένδυση, η οποία µε την έναρξη της εµπορικής παραγωγής της τεχνολογίας αεριοποίησης λιγνίτη και τη µετατροπή του σε καθαρή µορφή ενέργειας, από τα τέλη του 2025, µπορεί να προσφέρει σε µια περιοχή της Ελλάδος που κυριαρχείται από την ανεργία, ίσως στο µεγαλύτερο ποσοστό της ΕΕ, θέσεις µόνιµης εργασίας στον τοπικό πληθυσµό, οικονοµική ανάπτυξη µιας διαρκούς υποβαθµισµένης οικονοµίας στην περιοχή της ∆υτικής Μακεδονίας µε πλήρη ενεργειακή αυτονοµία και, τέλος, να καθιερώσει την Ελλάδα µια δύναµη στην παραγωγή ενέργειας, µε δικό της ορυκτό πλούτο στα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Σηµαντική εκτιµάται ότι θα είναι και η συµβολή της επένδυσης στον τοµέα των εξαγωγών, προϊόντων αλλά και πρώτων υλών προς τις γειτονικές χώρες, µε διαδικασίες οι οποίες µπορούν µέσω της «ενεργειακής διπλωµατίας» να αναβαθµίσουν εκ νέου τις σχέσεις µε τις χώρες αυτές, παράλληλα δε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Σηµειωτέον, ο εγχώριος εξορυκτικός κλάδος έχει έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα, µε τις εξαγωγές του να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεων, αποτελώντας έναν σηµαντικό παραγωγικό κρίκο στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσµια αγορά. Εποµένως η αξιοποίηση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήµατος της Ελλάδας, του τεράστιου και ανεκµετάλλευτου ορυκτού πλούτου της (το 10% των κρίσιµων πρώτων υλών της ΕΕ βρίσκεται στο υπέδαφος της Ελλάδας), ως πηγή οικονοµικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευηµερίας, αλλά ταυτόχρονα και ως ισχυρό εργαλείο «ενεργειακής διπλωµατίας», δίνει στη χώρα τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ισχυρό παίκτη στη ζήτηση για κρίσιµες και στρατηγικές ορυκτές πρώτες ύλες και σε πρωταγωνιστή στην πράσινη µετάβαση, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις στο επίκαιρο ζητούµενο για πιο αποτελεσµατική πράσινη και βιώσιµη ανάπτυξη µε µια σύγχρονη και ανταγωνιστική τεχνολογία. Η Περιφέρεια της ∆υτικής Μακεδονίας δοκιµάζεται από την επείγουσα διαδικασία «απολιγνιτοποίησης» της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, µε δεδοµένο ότι η κύρια ενασχόληση των κατοίκων αλλά και η βιωσιµότητα της ευηµερίας στις εν λόγω περιοχές συνδέονταν ιστορικά µε τον άνθρακα.
∆εν είναι καθόλου τυχαία η πολύ επικεντρωµένη στην περιοχή προσοχή του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, οι συχνές περιοδείες του εκεί, η ειδική µέριµνα για τις δοµές του νεόδµητου πανεπιστηµίου στη συγκεκριµένη Περιφέρεια. Παρά ταύτα αναζητούνται επιπλέον στηρίξεις στον παραγωγικό ιστό της συγκεκριµένης Περιφέρειας, που η πράσινη εκµετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών µπορεί να δώσει. Οι προηγµένες ενεργειακές τεχνολογίες, µε διεθνή συνεργασία, µπορούν να αποτελέσουν το «κλειδί» της επαναφοράς της ανάπτυξης για τη ∆υτική Μακεδονία.
Σε ένα περιβάλλον έντονων ενεργειακών, γεωπολιτικών και κλιµατικών προκλήσεων, η στροφή στις ΟΠΥ είναι «κλειδί» για την ανάπτυξη αποδοτικότερων τεχνολογιών που σχετίζονται µε τη µετάβαση σε µια οικονοµία σχεδόν µηδενικών εκποµπών (net zero), όπως η ηλεκτροκίνηση, η ανάπτυξη νέων δικτύων µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τεχνολογιών ΑΠΕ. Στα λιγνιτωρυχεία της ∆υτικής Μακεδονίας και συγκεκριµένα στην περιοχή της Κοζάνης σχεδιάζεται και προωθείται µία από τις µεγαλύτερες άµεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα (προϋπολογισµού 160.000.000 ευρώ) και µε πρόσθετες επενδύσεις τα επόµενα χρόνια, επιπλέον σε έργα κοινωνικού χαρακτήρα), στη βάση των αρχών της πράσινης µετάβασης, ενσωµατώνοντας στην πράξη τις πλέον υπεύθυνες πρακτικές του κλάδου διεθνώς. Μια πράσινων προδιαγραφών ενέργεια µε σχεδόν µηδενικές περιβαλλοντολογικές επιβαρύνσεις (80% χαµηλότερα από τα επιτρεπτά όρια της ΕΕ).
Μια στρατηγική επένδυση, η οποία µε την έναρξη της εµπορικής παραγωγής της τεχνολογίας αεριοποίησης λιγνίτη και τη µετατροπή του σε καθαρή µορφή ενέργειας, από τα τέλη του 2025, µπορεί να προσφέρει σε µια περιοχή της Ελλάδος που κυριαρχείται από την ανεργία, ίσως στο µεγαλύτερο ποσοστό της ΕΕ, θέσεις µόνιµης εργασίας στον τοπικό πληθυσµό, οικονοµική ανάπτυξη µιας διαρκούς υποβαθµισµένης οικονοµίας στην περιοχή της ∆υτικής Μακεδονίας µε πλήρη ενεργειακή αυτονοµία και, τέλος, να καθιερώσει την Ελλάδα µια δύναµη στην παραγωγή ενέργειας, µε δικό της ορυκτό πλούτο στα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Σηµαντική εκτιµάται ότι θα είναι και η συµβολή της επένδυσης στον τοµέα των εξαγωγών, προϊόντων αλλά και πρώτων υλών προς τις γειτονικές χώρες, µε διαδικασίες οι οποίες µπορούν µέσω της «ενεργειακής διπλωµατίας» να αναβαθµίσουν εκ νέου τις σχέσεις µε τις χώρες αυτές, παράλληλα δε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Σηµειωτέον, ο εγχώριος εξορυκτικός κλάδος έχει έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα, µε τις εξαγωγές του να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεων, αποτελώντας έναν σηµαντικό παραγωγικό κρίκο στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσµια αγορά. Εποµένως η αξιοποίηση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήµατος της Ελλάδας, του τεράστιου και ανεκµετάλλευτου ορυκτού πλούτου της (το 10% των κρίσιµων πρώτων υλών της ΕΕ βρίσκεται στο υπέδαφος της Ελλάδας), ως πηγή οικονοµικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευηµερίας, αλλά ταυτόχρονα και ως ισχυρό εργαλείο «ενεργειακής διπλωµατίας», δίνει στη χώρα τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ισχυρό παίκτη στη ζήτηση για κρίσιµες και στρατηγικές ορυκτές πρώτες ύλες και σε πρωταγωνιστή στην πράσινη µετάβαση, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις στο επίκαιρο ζητούµενο για πιο αποτελεσµατική πράσινη και βιώσιµη ανάπτυξη µε µια σύγχρονη και ανταγωνιστική τεχνολογία. Η Περιφέρεια της ∆υτικής Μακεδονίας δοκιµάζεται από την επείγουσα διαδικασία «απολιγνιτοποίησης» της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, µε δεδοµένο ότι η κύρια ενασχόληση των κατοίκων αλλά και η βιωσιµότητα της ευηµερίας στις εν λόγω περιοχές συνδέονταν ιστορικά µε τον άνθρακα.
∆εν είναι καθόλου τυχαία η πολύ επικεντρωµένη στην περιοχή προσοχή του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, οι συχνές περιοδείες του εκεί, η ειδική µέριµνα για τις δοµές του νεόδµητου πανεπιστηµίου στη συγκεκριµένη Περιφέρεια. Παρά ταύτα αναζητούνται επιπλέον στηρίξεις στον παραγωγικό ιστό της συγκεκριµένης Περιφέρειας, που η πράσινη εκµετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών µπορεί να δώσει. Οι προηγµένες ενεργειακές τεχνολογίες, µε διεθνή συνεργασία, µπορούν να αποτελέσουν το «κλειδί» της επαναφοράς της ανάπτυξης για τη ∆υτική Μακεδονία.