Η δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της και συχνά κακοποιητή της, µπροστά στα σκαλιά σχεδόν του Αστυνοµικού Τµήµατος των Αγ. Αναργύρων, όπου είχε καταφύγει για να προστατευθεί, χωρίς αποτέλεσµα, όχι µόνο σοκάρισε, αλλά δηµιούργησε µια φρίκη ανασφάλειας και αποτροπιασµό σε µια αποδοµηµένη κοινωνία όπως η ελληνική, που δοκιµάζεται. Η Ελλάδα αντιµετώπισε για µία 10ετία µια δοµική χρεοκοπία σε όλα τα επίπεδα. Πριν από αυτό, για δύο δεκαετίες είχε χαθεί σε ένα σύµπαν φαντασιώσεων νεοπλουτισµού, σπατάλης, κενότητας και κάθε κουλτούρας συγκρότησης. Πριν από όλα αυτά, δοκίµασε τον «απαγορευτικό καρπό» της αµφισβήτησης της δεσπόζουσας κουλτούρας της των παραδοσιακών αξιών, εθίµων και πίστης σε αξίες, ρόλους και αξιοπρέπεια. Οι Ελληνες υπήρξαν ταυτόχρονα δέκτες αµφισβήτησης κάθε είδους ευταξίας στην κοινωνική, οικογενειακή και ατοµική ζωή και υποκείµενα πολιτικής προπαγάνδας κοµµατικής µονοµέρειας και ευτέλειας περί µιας θεοποίησης της κερδοσκοπίας, του οικονοµικού πλουτισµού, της υλικής επίδειξης.

Η δεσπόζουσα κουλτούρα τους µέχρι τότε κρίθηκε οπισθοδροµική, υπερσυντηρητική, επαρχιακή. Κατακριτέα µε τις σύγχρονες αναγνώσεις των διεθνών τάσεων. Η εµµονή στον µοντερνισµό, που πάντα καταδυνάστευε την κοινωνική πραγµατικότητα, πολλές φορές προσοµοιάζοντας σε άκριτο «µιµητισµό», κατέληξε µέσα σε κλίµα ελευθεριότητας και ανευθυνότητας σε µαζική εµπλοκή συµπλεγµατικότητας. Καταλήξαµε σε µια κοινωνία «φραπέ» και «χαβαλέ» και από εκεί και πέρα οι νεότερες γενιές ειδικά παραδόθηκαν στον «φρέντο» και στα τεχνολογικά εφευρήµατα -ακίνητα και κινητά-, χωρίς κανενός είδους κουλτούρα, πλαίσιο αναφοράς, ορθολογικούς περιορισµούς, ατοµική συνείδηση, κοινωνική ενσυναίσθηση. Η ελληνική οικογένεια, βασική λειτουργική δοµή της συλλογικής ευταξίας, µετεξελίχθηκε σε µια «κινούµενη άµµο» καταναλωτισµού και κιτς ή ψευδεπίγραφης «πολιτικής ορθότητας».

Το κράτος, από την άλλη, ως οντότητα αρχικά συκοφαντήθηκε και στη συνέχεια αποδοµήθηκε. Η έννοια του έθνους, ως µιας συνεκτικής παράδοσης και συλλογικού δεσµού, απλώς εξαερώθηκε. Η θρησκεία διώχθηκε ως µεσσιανισµός και σκοταδισµός. Η ίδια η ιστορία των Ελλήνων στους αιώνες αφανίσθηκε ως µυθολογία αυταρχικών και ολιγαρχικών καθεστώτων και τάξεων.

Πολλοί πιστεύουν ότι το κακό ξεκινά από την εποχή της πανδηµίας. ∆εν έχουν προφανώς κατανοήσει το βάθος του «εγκλήµατος». ∆εν µπορούν να αντιληφθούν τη ζοφώδη φυσιογνωµία του όχλου των κοινωνικών δικτύων, που αντικατέστησε το πλήθος και τον λαό των Ελλήνων. Απευθύνονται στις κυβερνήσεις και ζητούν «νόµο και τάξη». Αλλά µε ποιον νόµο και στη βάση ποιας τάξης µια κυβέρνηση µπορεί να δοµήσει µια νέα πραγµατικότητα διαφυγής από τον εφιάλτη της σηµερινής έκπτωσης και πνευµατικής υποδούλωσης στην κενότητα αξιών, αρχών και συναισθηµάτων; Οι πολιτικοί είναι κάποιοι από εµάς, οι δικαστές επίσης, οι αστυνοµικοί επίσης, οι στρατιωτικοί και οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθµίδων το ίδιο, οι κρατικοί αξιωµατούχοι που κατηγορούνται ως ευτελείς διεκπεραιωτές είµαστε εµείς. Ολα στην Ελλάδα βασίζονται σε έναν υπερβατικό µανιχαϊσµό, που διατηρήθηκε. Εµείς και οι άλλοι. Και στη βάση αυτή εφευρίσκουµε την πόλωση, τον διχασµό, τη σύγκρουση, τον «σάλτο» στον πλούτο. Στην προκειµένη περίπτωση όµως της ιστορίας µας δεν υπάρχει διαφυγή.

Απωλέσαµε τις βασικές αξίες και τους δεσµούς µας. Αντρες σκοτώνουν τις γυναίκες τους, γονείς βιάζουν τα παιδιά τους, παππούδες παρενοχλούν τα εγγόνια τους, γειτονιές κλείνουν τα µάτια µπροστά στην κακοποίηση των αδύναµων της διπλανής πόρτας. Ολοι αδιαφορούν για όλους και «κλεισµένοι» στα ερµητικά στεγανά του «εγώ» τους πληκτρολογούν µε οργή και φρίκη στο πληκτρολόγιο του κοµπιούτερ και του κινητού τους κατάρες και µίσος. Και όλοι αυτοί, δηλαδή εµείς, νοµίζουµε ότι κάνουµε κάτι σηµαντικό. Οτι θα αλλάξουµε τον κόσµο. Οτι είµαστε οι ηθικοί και οι άλλοι τα «τέρατα». Και οι «εκσυγχρονιστές» του τίποτα φωνάζουν για επιπλέον εκσυγχρονισµό, για παραπάνω δικαιώµατα, για περισσότερη «πολιτική ορθότητα».

Και όλα αυτά επί ποίας βάσης; Της διαλυµένης οικογένειας, των χαµένων προσδοκιών µιας κοινωνίας ελάχιστης συνοχής, των δοµών και της ηθικής ενός κράτους που πέθανε πριν από έξι ή επτά δεκαετίες; Ποιες είναι αυτές οι ευτελείς προσωπικότητες που κυκλοφορούν νευρωτικά στους δρόµους της πόλης, ενίοτε σκοτώνονται, ενίοτε βρίζονται ή συνήθως βρυχώνται αντανακλώντας το θλιβερό «εγώ» τους, συνήθως χωρίς ηθική και αξιοπρέπεια αναζητούν το κέρδος κλέβοντας, βιάζοντας και προσβάλλοντας, επιδιώκοντας ακόµα µεγαλύτερη προσωρινή µαταιότητα; Ποιων είναι αυτά τα παιδιά που δέρνονται στα σχολεία, που βιάζουν στις τουαλέτες και µαχαιρώνονται στα µπαρ τα βράδια; ∆εν είναι των άλλων τα παιδιά, είναι τα δικά µας. ∆ράστες και θύµατα ταυτόχρονα σε έναν κόσµο που δεν έχει προσανατολισµό και σε µια κοινωνία που δεν έχει σύµβολα, πρόσωπα-οδηγούς και αρχές. Είµαστε λοιπόν µια κοινωνία «τεράτων»; Ευτυχώς όχι µόνοι µας. Είναι παγκόσµιο το φαινόµενο στη σε πτώση ∆ύση…