Η διπλωµατική παράδοση της Ελλάδας µεταπολεµικά, αλλά πολύ περισσότερο τις τελευταίες τρεις τέσσερις δεκαετίες, δεν είναι τίποτα παραπάνω από µια ανιαρή επίκληση διεθνών συνθηκών, στη βάση µιας εµµονικής αντίληψης προσφυγής σε διεθνή δικαστήρια διαµεσολάβησης.

Αυτό συµβαίνει και µε τον ανταγωνισµό µε την Τουρκία και τα ζητήµατα εθνικής κυριαρχίας, µε την προσφυγή στη Χάγη ή το δικαστήριο του Αµβούργου, αλλά και µόλις προέκυψε το πρόβληµα µε την ανάληψη της εξουσίας από το VMRO στα Σκόπια και τον όρκο της νέας προέδρου, κ. Σιλιάνοφσκα, στη βάση ενός ανύπαρκτου Συντάγµατος και µιας µη αναγνωρισµένης ως προς την ύπαρξή της χώρα, τη «Μακεδονία». Και στην περίπτωση αυτή η προτεινόµενη από κάποιους αντίδραση ήταν η προσφυγή στο ∆ικαστήριο της Χάγης.

*Διαβάστε εδώ: Η διπλωµατία της Ελλάδας και η ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ

Αλήθεια, τι να συζητήσουµε και πότε; Το ίδιο και σε όποια άλλη πρόκληση, κρίση ή συσχετισµό συµφερόντων, η προτεινόµενη ελληνική αντίδραση είναι η προσφυγή στη διεθνή διαµεσολάβηση, δικαστήριο ή ΟΗΕ. Το διεθνές δίκαιο δεν είναι αστικό ή διοικητικό ή συνταγµατικό δίκαιο.

Ούτε οι σχέσεις και τα συµφέροντα των κρατών, µεγάλων, µεσαίων ή µικρών, καθορίζονται µονοµερώς από κάποια διεθνή διαιτησία. Ακόµη και οι παραβάσεις του διεθνούς δικαίου, όπως κάνει µονίµως για παράδειγµα η Τουρκία, δεν αντιµετωπίζονται µε προσφυγές σε δικαστήρια, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί από την πραγµατικότητα.

Το διεθνές δίκαιο είναι κάτι σαν κώδικας δεοντολογίας, ενώ τα ψηφίσµατα και οι αποφάσεις του ΟΗΕ είναι περισσότερο προτροπές παρά απόφαση αναγκαστικής εκτέλεσης. Η σχολή διπλωµατίας λοιπόν που βλέπει τη διεθνή πολιτική ως µια άσκηση νοµικής πρακτικής ουσιαστικά καταλήγει έξοδος διαφυγής από την πραγµατικότητα, αναβλητικότητας έναντι των ευθυνών και των συµφερόντων του έθνους και παρελκυστική στο πολιτικό επίπεδο των κρίσιµων επιλογών. Οι διπλωµάτες θα πρέπει να έχουν συγκροτηµένη γνώση των νοµικών παραµέτρων που αφορούν τα ζητήµατα που χειρίζονται ή στα οποία εξειδικεύονται, όπως επίσης νοµική εµπειρία για το δοµικό θεσµικό περιβάλλον των διεθνοπολιτικών οργανισµών. Αλλά η διπλωµατία ξεκινά πέραν αυτών. Γιατί τελικά είναι άσκηση κοσµοπολιτισµού. Μια επιλογή και εφαρµογή τακτικισµών και στρατηγικής. Έννοιες άγνωστες στην Ελλάδα ως προς την πρακτική τους εφαρµογή. Και αυτό είναι ένα ζήτηµα που δεν επιβαρύνει ακριβώς τους πολιτικούς. Αλλά και όλους αυτούς, τους θεωρητικούς ή τους επαγγελµατίες, ακόµη και τους αναλυτές, που αποτελούν την «ολιγαρχία» στα διπλωµατικά θέµατα και την εξέλιξή τους.

Ας πάρουµε ένα τελευταίο παράδειγµα. Τα Σκόπια εκλέγουν πρόεδρο και κυβέρνηση που αρνούνται να συµµορφωθούν µε το Σύνταγµα της Β. Μακεδονίας και δεν υπηρετούν τη συνέχεια του κράτους ως προς τις διεθνείς δεσµεύσεις του. Η λύση δεν είναι η προσφυγή στη Χάγη για την εφαρµογή της Συµφωνίας των Πρεσπών, αλλά η άσκηση διεθνούς πολιτικής.

Τι δηλαδή; Αυτό που εξέπεµψε ο πρωθυπουργός στη διαδικτυακή του παρέµβαση -αφού είχε προηγηθεί η άµεση αποχώρηση της Ελληνίδας πρέσβεως από το πεδίο- και δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας κ. Βορίδης: Τα Σκόπια δεν έχουν διεθνή αναγνώριση αν αρνηθούν το Σύνταγµα και τις διεθνείς δεσµεύσεις τους. Ο δρόµος στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ ακυρώνεται. Άρα, χωρίς κρατική υπόσταση τα εδάφη τους θα ενσωµατωθούν σε γειτονικές χώρες, όπου έχει ιστορική, εθνολογική, πολιτιστική και οργανική σχέση ο πληθυσµός τους. Φόρµα και του συµβούλου εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ κ. Μπόλτον, πριν από το 2019, που υπεγράφη η συµφωνία των Πρεσπών, ενώ είχε προηγηθεί η διακρατική συµφωνία µε τη Βουλγαρία. Ακολούθησε η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η προενταξιακή διαδικασία µε την Ευρώπη. Ωσ αποτέλεσµα, σε λιγότερο από 24 ώρες από την εκτροπή της νέας προέδρου των Σκοπίων, το ΥΠΕΞ της χώρας και η κυβέρνηση του VMRO «ανέκρουσε πρύµνη» επιστρέφοντας στη διεθνή κανονικότητα, ενώ το «plan B», αν αλλάξουν πάλι άποψη, µένει στο πεδίο. Αυτό είναι πολιτική και όχι νοµική προσφυγή...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 14/05/2024