Τα πρωτόκολλα των Πρεσπών και η κύρωσή τους
Άρθρο γνώμης
Η Ελλάδα θα πρέπει να θυµηθεί την περίοδο της διπλωµατικής ιστορίας της του 1910-1913 και όχι αυτή της δεκαετίας του 1990
Η αξιωµατική αντιπολίτευση στην Ελλάδα υπό την παρούσα ηγεσία Κασσελάκη, δηµιουργοί και θιασώτες της Συµφωνίας των Πρεσπών µε τη FYROM επί διακυβέρνησής τους, υιοθέτησε µια ιδιότυπη θέση µόλις δηµιουργήθηκε η εµπλοκή µε την επικράτηση του VMRO στις εκλογές στα Σκόπια. Να ψηφίσει η Ελλάδα τα τρία πρωτόκολλα, είναι υπό τη µορφή παραρτηµάτων στη συµφωνία, σε µια προσπάθεια κατά τη γνώµη τους να υποστηριχθεί η εφαρµογή της συµφωνίας. Μάλιστα, την ώρα που η νέα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας κατά τον όρκο της στο Σύνταγµά τους αρνήθηκε να ορκισθεί εγκύρως και προτίµησε µια δήλωση ατοµικού αυτοπροσδιορισµού στην ανύπαρκτη «Μακεδονία», ο ΣΥΡΙΖΑ µε ανακοινώσεις του δήλωνε ότι θα φέρει στο ελληνικό Κοινοβούλιο τα τρία πρωτόκολλα προς ψήφιση µε τη µορφή του σχεδίου νόµου.
Την επιλογή αυτή η αξιωµατική αντιπολίτευση αλλά και εν γένει ένα µέρος της αντιπολίτευσης τη συνόδευσαν µε ένα άστοχο σκεπτικό, ότι για τις θέσεις του VMRO και την επιλογή των Σκοπιανών πολιτών να το φέρουν στην εξουσία έχει µερίδιο ευθύνης η Ελλάδα και συγκεκριµένα οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, που δεν είχαν φέρει τα τρία πρωτόκολλα προς κύρωση, αλλά και δεν είχαν προχωρήσει σε δηµόσιες δηλώσεις ενάντια στο VMRO. Λάθος στο λάθος δηλαδή, γιατί από τη µία η Αθήνα καλώς κράτησε ως στάση επιµελούς αναµονής τα τρία πρωτόκολλα προς κύρωση από το 2019, παρακολουθώντας την προηγούµενη κυβέρνηση των Σκοπίων να καθυστερεί την εφαρµογή της Συµφωνίας των Πρεσπών, έχοντας µάλιστα δοθεί στη γειτονική χώρα «διαβατήριο» για το ΝΑΤΟ, ενώ από την άλλη αν υπήρχαν δηλώσεις εναντίον του VMRO θα ήταν εµπλοκή στα πολιτικά πράγµατα της Β. Μακεδονίας και µάλιστα σε προεκλογική περίοδο.
Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης τα τελευταία 24ωρα που έχουµε πυκνές εξελίξεις και ανατροπές στο βαλκανικό περιβάλλον κινείται συντονισµένα. Ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης παρεµβαίνει θεσµικά µε απευθείας ανακοινώσεις του αλλά όχι προφορικές δηλώσεις του. Η ηγεσία και ο µηχανισµός του υπουργείου Εξωτερικών διαχειρίζονται τον όγκο των επικοινωνιών µε τις ευρωπαϊκές δοµές και τις ξένες κυβερνήσεις ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού αλλά και τη δηµόσια ενηµέρωση επί των νοµικών και πολιτικών ζητηµάτων που προκύπτουν. Ο υπουργός Επικρατείας, κ. Βορίδης, από την πλευρά του Μαξίµου επίσης µιλά πιο επιθετικά και επιδεικνύει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης στη βαλκανική πολιτική προς το διεθνές περιβάλλον, και φυσικά τα Σκόπια, αλλά και στο εσωτερικό απέναντι στις έωλες αιτιάσεις και πρωτοβουλίες της αντιπολίτευσης.
Χθες εξάλλου σε τηλεοπτική του εµφάνιση ο υπουργός Επικρατείας υπενθύµισε ότι σύµφωνα µε την άποψη της κυβέρνησης η Συµφωνία των Πρεσπών χαρακτηρίζεται από «κατασκευαστικά προβλήµατα» ως συνθήκη. Η Ελλάδα ναι µεν εφαρµόζει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτή, σεβόµενη, και µετά την εναλλαγή των κυβερνήσεων από τον συνασπισµό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη Νέα ∆ηµοκρατία στη διακυβέρνηση, αλλά θα διατηρήσει τα τρία προς κύρωση πρωτόκολλα ως «µοχλό πίεσης» απέναντι στη νέα πραγµατικότητα στα Σκόπια. Η Ελλάδα στο σκοπιανό ζήτηµα, όπως και να εξελιχθούν οι συνθήκες από πλευράς του VMRO, δεν έχει λόγους να επιστρέψει στο παρελθόν, ούτε φυσικά να προχωρήσει σε ακύρωση της Συµφωνίας των Πρεσπών.
Άλλωστε, αυτή ως προς τα κύρια προβλήµατα που τη χαρακτηρίζουν για την ελληνική οπτική, την αποδοχή µακεδονικής εθνότητας και γλώσσας, συµπληρώνεται από τις υποχρεώσεις που δηµιουργεί στο VMRO η διακρατική συµφωνία που έχουν υπογράψει τα Σκόπια, πριν από αυτή των Πρεσπών, το 2017, µε τη Βουλγαρία, όπου εκεί θα πρέπει µε συνταγµατική αναθεώρηση να δεσµευτούν θεσµικά ότι δεν υπάρχει εθνότητα και γλώσσα «µακεδονική» αυτόνοµη από τη βουλγαρική. Η Ελλάδα γενικώς υπό τις παρούσες συνθήκες θα πρέπει να θυµηθεί την περίοδο της διπλωµατικής ιστορίας της του 1910-1913 και όχι εκείνη της δεκαετίας του 1990.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Την επιλογή αυτή η αξιωµατική αντιπολίτευση αλλά και εν γένει ένα µέρος της αντιπολίτευσης τη συνόδευσαν µε ένα άστοχο σκεπτικό, ότι για τις θέσεις του VMRO και την επιλογή των Σκοπιανών πολιτών να το φέρουν στην εξουσία έχει µερίδιο ευθύνης η Ελλάδα και συγκεκριµένα οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, που δεν είχαν φέρει τα τρία πρωτόκολλα προς κύρωση, αλλά και δεν είχαν προχωρήσει σε δηµόσιες δηλώσεις ενάντια στο VMRO. Λάθος στο λάθος δηλαδή, γιατί από τη µία η Αθήνα καλώς κράτησε ως στάση επιµελούς αναµονής τα τρία πρωτόκολλα προς κύρωση από το 2019, παρακολουθώντας την προηγούµενη κυβέρνηση των Σκοπίων να καθυστερεί την εφαρµογή της Συµφωνίας των Πρεσπών, έχοντας µάλιστα δοθεί στη γειτονική χώρα «διαβατήριο» για το ΝΑΤΟ, ενώ από την άλλη αν υπήρχαν δηλώσεις εναντίον του VMRO θα ήταν εµπλοκή στα πολιτικά πράγµατα της Β. Μακεδονίας και µάλιστα σε προεκλογική περίοδο.
Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης τα τελευταία 24ωρα που έχουµε πυκνές εξελίξεις και ανατροπές στο βαλκανικό περιβάλλον κινείται συντονισµένα. Ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης παρεµβαίνει θεσµικά µε απευθείας ανακοινώσεις του αλλά όχι προφορικές δηλώσεις του. Η ηγεσία και ο µηχανισµός του υπουργείου Εξωτερικών διαχειρίζονται τον όγκο των επικοινωνιών µε τις ευρωπαϊκές δοµές και τις ξένες κυβερνήσεις ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού αλλά και τη δηµόσια ενηµέρωση επί των νοµικών και πολιτικών ζητηµάτων που προκύπτουν. Ο υπουργός Επικρατείας, κ. Βορίδης, από την πλευρά του Μαξίµου επίσης µιλά πιο επιθετικά και επιδεικνύει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης στη βαλκανική πολιτική προς το διεθνές περιβάλλον, και φυσικά τα Σκόπια, αλλά και στο εσωτερικό απέναντι στις έωλες αιτιάσεις και πρωτοβουλίες της αντιπολίτευσης.
Χθες εξάλλου σε τηλεοπτική του εµφάνιση ο υπουργός Επικρατείας υπενθύµισε ότι σύµφωνα µε την άποψη της κυβέρνησης η Συµφωνία των Πρεσπών χαρακτηρίζεται από «κατασκευαστικά προβλήµατα» ως συνθήκη. Η Ελλάδα ναι µεν εφαρµόζει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτή, σεβόµενη, και µετά την εναλλαγή των κυβερνήσεων από τον συνασπισµό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη Νέα ∆ηµοκρατία στη διακυβέρνηση, αλλά θα διατηρήσει τα τρία προς κύρωση πρωτόκολλα ως «µοχλό πίεσης» απέναντι στη νέα πραγµατικότητα στα Σκόπια. Η Ελλάδα στο σκοπιανό ζήτηµα, όπως και να εξελιχθούν οι συνθήκες από πλευράς του VMRO, δεν έχει λόγους να επιστρέψει στο παρελθόν, ούτε φυσικά να προχωρήσει σε ακύρωση της Συµφωνίας των Πρεσπών.
Άλλωστε, αυτή ως προς τα κύρια προβλήµατα που τη χαρακτηρίζουν για την ελληνική οπτική, την αποδοχή µακεδονικής εθνότητας και γλώσσας, συµπληρώνεται από τις υποχρεώσεις που δηµιουργεί στο VMRO η διακρατική συµφωνία που έχουν υπογράψει τα Σκόπια, πριν από αυτή των Πρεσπών, το 2017, µε τη Βουλγαρία, όπου εκεί θα πρέπει µε συνταγµατική αναθεώρηση να δεσµευτούν θεσµικά ότι δεν υπάρχει εθνότητα και γλώσσα «µακεδονική» αυτόνοµη από τη βουλγαρική. Η Ελλάδα γενικώς υπό τις παρούσες συνθήκες θα πρέπει να θυµηθεί την περίοδο της διπλωµατικής ιστορίας της του 1910-1913 και όχι εκείνη της δεκαετίας του 1990.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή