Οι τοποθετήσεις του υπουργού Οικονοµικών, Κ. Χατζηδάκη, στο ετήσιο συνέδριο της Capital Link, Sustainability Forum, που αφορά ουσιαστικά τις επενδύσεις, είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον και θα έπρεπε να δηµιουργήσουν έναν γενικότερο προβληµατισµό.

Όχι γιατί αιφνιδίασαν, αλλά γιατί είναι πολύ ξεκάθαρες ως προς έναν στόχο: το να υπάρξουν επενδύσεις 192 δισ. ευρώ, όσο περίπου ένα ετήσιο ΑΕΠ της χώρας, µέχρι το 2030, για να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος της «πράσινης µετάβασης», όπως προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίµα (ΕΣΕΚ).

Όλο αυτό το πλέγµα δαπανών και «βιώσιµων» επενδύσεων -όπως χαρακτηρίζονται και από την ΕΕ- στηρίζουν την «πράσινη ατζέντα», απορροφώντας σχεδόν ολοκληρωτικά τον εγχώριο τραπεζικό δανεισµό και εξελίσσοντας την -µε πολλά δοµικά ζητήµατα στην επιχειρηµατικότητα και την παραγωγή- µεταµνηµονιακή Ελλάδα σε µια και µόνη κατεύθυνση: τη µείωση του αποτυπώµατος άνθρακα.

Η όλη αυτή στρατηγική αφήνει απέξω το σύνολο σχεδόν των 800.000 µικροµεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, του 99,6% δηλαδή του συνόλου των επιχειρήσεων, όπως σηµείωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, στο ίδιο συνέδριο, οι οποίες ταυτόχρονα είναι και εκτός τραπεζικού δανεισµού, γιατί φοβίζουν τους τραπεζίτες ως προς το ρίσκο δανεισµού τους.

Οι περισσότερες άλλωστε από αυτές είναι και εκτός του πλαισίου αξιοποίησης κονδυλίων του Ταµείου Ανάκαµψης ή των ΕΣΠΑ λόγω του µικρού τους όγκου για τα ευρωπαϊκά δεδοµένα αλλά και της περίτεχνης γραφειοκρατικής και τεχνικής διαδικασίας ένταξης σε αυτά. Θα µπορούσαµε να µιλάµε για µια επιχειρηµατικότητα της τάξης του 0,4% του συνολικού επιχειρείν µιας χώρας µε ΑΕΠ της τάξης των 210-230 δισ. ευρώ, µιας «ευρωπαϊκής κωµόπολης» κατά κάποιαν έννοια, αν το ζήτηµα δεν ήταν ακόµη πιο περίπλοκο.

Η Ελλάδα στη στρατηγική της θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην "µπλε οικονοµία", που θα ήταν δεδοµένα αναπτυξιακή

Πρώτον, το ΕΣΕΚ, που αποτελεί τον στρατηγικό στόχο, είναι µε παλιές παραδοχές από το 2018-2020, µε τα δεδοµένα για την «πράσινη ατζέντα» να αλλάζουν όχι µόνον για την Ελλάδα αλλά για την Ευρώπη, άρα όλα αυτά τα κονδύλια και οι επενδύσεις ουσιαστικά κινδυνεύουν να «πεταχθούν από το παράθυρο» µε τα δεδοµένα του 2030-2035.

Και το ερώτηµα είναι: Οι επενδύσεις γίνονται µονοµερώς σε ΑΠΕ χωρίς επαρκές δίκτυο ή σε υποδοµές για τη χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, που ήδη οι κεντρικές ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιοµηχανίες έχουν καταλήξει ότι δεν ήταν επιτυχηµένη ιδέα; Προβλέπεται η επερχόµενη εποχή του υδρογόνου ή των µικρών πυρηνικών πηγών ενέργειας και αυτές οι µορφές, που θα δεσπόζουν µετά το 2030, έχουν υπολογισθεί στην κεντρική στρατηγική των επενδύσεων; Πέραν αυτών και µε δεδοµένο ότι το σύνολο των επενδυτικών και τραπεζικών πόρων αφορά ένα µέρος της οικονοµίας, αφήνοντας έξω το κύριο µέρος της εγχώριας επιχειρηµατικότητας, πώς θα διαµορφωθεί σε επίπεδο παραγωγικής βάσης το κύριο µέρος της οικονοµίας; Πώς δηλαδή δεν θα εξοκείλει στρατηγικά η χώρα, όπως συνέβη και στο παρελθόν, όχι πλέον στη βάση των υπερβάσεων χρέους και λαϊκίστικων δαπανών, αλλά εξαιτίας της χίµαιρας των ευρωπαϊκών παραπλανητικών στοχεύσεων;

Στη βάση µάλιστα των δεδοµένων της παρούσας αµήχανης Ευρώπης, που δεν γνωρίζει σε κεντρικό επίπεδο πώς θα εναρµονίσει την «πράσινη ατζέντα» µε την αναδυόµενη πολεµική οικονοµία, πώς η µάλλον mainstream ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονοµικών θα αντιµετωπίσουν στρατηγικά την πρόκληση από το µέλλον;

Σηµειωτέον ότι η πρόεδρος της Ένωσης Εφοπλιστών, Μελίνα Τραυλού, σε πρόσφατες συνεδριακές τοποθετήσεις της σηµείωσε για την ελληνόκτητη εµπορική ναυτιλία ότι αποτελεί το 60% της ευρωπαϊκής δύναµης σε εµπορικούς στόλους και το 30% περίπου της παγκόσµιας ναυτιλίας. Ουσιαστικά δηλαδή και στη βάση αυτή η Ελλάδα στη στρατηγική της θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην «µπλε οικονοµία», που θα ήταν δεδοµένα αναπτυξιακή, και όχι αποκλειστικά στην «πράσινη οικονοµία», που τελικά σε µια δεκαετία ως µονοπώλιο µπορεί να έχει καταλήξει «τροχοπέδη».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 30/05/2024