Κι όµως θετικός ο αιφνιδιασµός από την Τουρκία του Ερντογάν
Άρθρο γνώμης
∆υο καλές ειδήσεις από τη γείτονα, που, µετά την αντιπαράθεση για τα ''θαλάσσια πάρκα'', επιδεικνύει στοιχεία κοσµοπολιτισµού
Στα διεθνή think tanks που επικεντρώνονται στην εκτίµηση κινδύνου ή απειλών περιλαµβάνεται το τελευταίο χρονικό διάστηµα ένα σενάριο που προβλέπει τη θερµή σύγκρουση Ελλάδας - Τουρκίας στο Αιγαίο µε άµεση επίπτωση στη συνοχή του ΝΑΤΟ. Το σενάριο αποτελεί µια νέα απειλή για το Ατλαντικό Σύµφωνο, αλλά αποκτά πιο σπουδαία διάσταση στη βάση της κλιµάκωσης της αντιπαράθεσης ΝΑΤΟ - Ρωσίας στο µέτωπο της Ουκρανίας, αλλά και στο πλέγµα εντάσεων στην Παλαιστίνη µέσα από τη σύγκρουση Ισραήλ - Χαµάς στη Γάζα. Απέναντι σε αυτά τα «επιτραπέζια» σενάρια απειλών για τα δυτικά συµφέροντα, υπάρχει µια πραγµατικότητα: ο διάλογος σε διάφορα επίπεδα Ελλάδας - Τουρκίας, η «υποσχετική» της επονοµαζόµενης ∆ιακήρυξης των Αθηνών και η ύφεση στην ένταση στο Αιγαίο µε τη χρήση στρατιωτικών µέσων.
Παράλληλα όµως και πέρα από την πρόοδο στις συνοµιλίες σε διµερές επίπεδο µε την επισταµένη εποπτεία των ΗΠΑ, στη «θετική ατζέντα» τα ζητήµατα κυριαρχίας των δυο χωρών δεν βρίσκουν τη διαδροµή ουσιώδους συζήτησής τους. Το όλο περιβάλλον αυτό επιβαρύνθηκε από την ισλαµοποίηση της Τουρκίας, µε πρακτικό αποτέλεσµα τη µετατροπή εµβληµατικών ιερών από τη Βυζαντινή Εποχή να µετατρέπονται σε εν ενεργεία τεµένη του Ισλάµ. Ξεχωρίζουν η Αγία του Θεού Σοφία και η Μονή της Χώρας. Τα ζητήµατα αυτά όπως και το καθεστώς του Οικουµενικού Πατριαρχείου της Νέας Ρώµης, του Πατριαρχείου των απανταχού Ορθοδόξων, που εδρεύει στο Φανάρι, αποτελούν για την Τουρκία και ένα θεσµικό ζήτηµα προφίλ σε σχέση µε την ∆ύση, πέραν των επαφών και του διαλόγου µε την Ελλάδα.
Η τουρκική ηγεσία από το 1971 µε απόφασή της είχε κλείσει στο πλαίσιο νοµοθετικών µεταρρυθµίσεων τη Σχολή της Χάλκης. Το θεολογικό ίδρυµα δηλαδή από όπου αντλούσαν ιεράρχες το Οικουµενικό Πατριαρχείο και οι Μητροπόλεις της Ανατολής. Οι Τούρκοι στη βάση της τύφλωσης του εθνικιστικού λαϊκισµού τους δεν µπόρεσαν να σκεφθούν σοβαρά σε σχέση µε τον κοσµοπολιτισµό τους ότι είναι πλεονέκτηµα γι’ αυτούς το γεγονός ότι ο Οικουµενικός Πατριάρχης της Ανατολής θα πρέπει να διαθέτει τουρκικό διαβατήριο και ότι είναι προνόµιο για τη θέση τους στη ∆ύση αλλά και στην Ανατολή να βρίσκεται επί των εδαφών τους το κεντρικό Πατριαρχείο όχι των Ελλήνων µόνον αλλά της πλειοψηφίας των χριστιανών της Ανατολικής Ευρώπης συνολικά, της Ρωσίας µη εξαιρουµένης.
Στην παρούσα φάση πάντως η ισλαµική Τουρκία του Ερντογάν κάνει δυο κινήσεις που δηµιουργούν αισιοδοξία για τα δεδοµένα της στρατηγικής της. Η µία, σύµφωνα µε τουρκικό δηµοσίευµα, που όχι µόνον δεν διαψεύστηκε αλλά βαθµηδόν επιβεβαιώνεται, σχετίζεται µε προβληµατισµούς από το υπουργείο Παιδείας της χώρας µε κατεύθυνση την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης. Η δεύτερη ήταν η τοποθέτηση της εκπροσώπου της στην 24η Σύνοδο της ∆ιακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης.
Σύµφωνα µε αυτήν το διάδοχο κράτος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, η σηµερινή Τουρκία, δεν διαθέτει στα αρχεία της φιρµάνι του σουλτάνου που να επιτρέπει το 1816 στον Άγγλο λόρδο του Έλγιν να αποσπάσει µέρος των Γλυπτών του Παρθενώνα και να τα µεταφέρει στη χώρα του, όπου βρίσκονται µέχρι σήµερα, στο βρετανικό Μουσείο και όχι πλέον σε ιδιωτική συλλογή. Η επίσηµη αυτή τοποθέτηση γκρεµίζει τη σχετική µυθολογία ότι η πράξη του λόρδου έχει σχετική νοµιµότητα και δεν ήταν κλοπή. Βεβαίως στη σύνοδο βρισκόταν, κατά παρέκκλιση της συνήθους τακτικής, βρετανική αντιπροσωπεία. Άρα τίποτα δεν είναι τυχαίο και η ανακοίνωση δεν µπορεί να ενόχλησε την αντιπροσωπεία από το Λονδίνο. Σηµειωτέον ότι Τουρκία και Ηνωµένο Βασίλειο είναι στενοί σύµµαχοι. Παρά ταύτα, µέσα σε λίγα 24ωρα είχαµε δυο θετικές ειδήσεις από την Τουρκία, που σε αντίθεση µε την αντιπαράθεση για τα «θαλάσσια πάρκα» στο Αιγαίο επιδεικνύει στοιχεία κοσµοπολιτισµού…
Παράλληλα όµως και πέρα από την πρόοδο στις συνοµιλίες σε διµερές επίπεδο µε την επισταµένη εποπτεία των ΗΠΑ, στη «θετική ατζέντα» τα ζητήµατα κυριαρχίας των δυο χωρών δεν βρίσκουν τη διαδροµή ουσιώδους συζήτησής τους. Το όλο περιβάλλον αυτό επιβαρύνθηκε από την ισλαµοποίηση της Τουρκίας, µε πρακτικό αποτέλεσµα τη µετατροπή εµβληµατικών ιερών από τη Βυζαντινή Εποχή να µετατρέπονται σε εν ενεργεία τεµένη του Ισλάµ. Ξεχωρίζουν η Αγία του Θεού Σοφία και η Μονή της Χώρας. Τα ζητήµατα αυτά όπως και το καθεστώς του Οικουµενικού Πατριαρχείου της Νέας Ρώµης, του Πατριαρχείου των απανταχού Ορθοδόξων, που εδρεύει στο Φανάρι, αποτελούν για την Τουρκία και ένα θεσµικό ζήτηµα προφίλ σε σχέση µε την ∆ύση, πέραν των επαφών και του διαλόγου µε την Ελλάδα.
Η τουρκική ηγεσία από το 1971 µε απόφασή της είχε κλείσει στο πλαίσιο νοµοθετικών µεταρρυθµίσεων τη Σχολή της Χάλκης. Το θεολογικό ίδρυµα δηλαδή από όπου αντλούσαν ιεράρχες το Οικουµενικό Πατριαρχείο και οι Μητροπόλεις της Ανατολής. Οι Τούρκοι στη βάση της τύφλωσης του εθνικιστικού λαϊκισµού τους δεν µπόρεσαν να σκεφθούν σοβαρά σε σχέση µε τον κοσµοπολιτισµό τους ότι είναι πλεονέκτηµα γι’ αυτούς το γεγονός ότι ο Οικουµενικός Πατριάρχης της Ανατολής θα πρέπει να διαθέτει τουρκικό διαβατήριο και ότι είναι προνόµιο για τη θέση τους στη ∆ύση αλλά και στην Ανατολή να βρίσκεται επί των εδαφών τους το κεντρικό Πατριαρχείο όχι των Ελλήνων µόνον αλλά της πλειοψηφίας των χριστιανών της Ανατολικής Ευρώπης συνολικά, της Ρωσίας µη εξαιρουµένης.
Στην παρούσα φάση πάντως η ισλαµική Τουρκία του Ερντογάν κάνει δυο κινήσεις που δηµιουργούν αισιοδοξία για τα δεδοµένα της στρατηγικής της. Η µία, σύµφωνα µε τουρκικό δηµοσίευµα, που όχι µόνον δεν διαψεύστηκε αλλά βαθµηδόν επιβεβαιώνεται, σχετίζεται µε προβληµατισµούς από το υπουργείο Παιδείας της χώρας µε κατεύθυνση την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης. Η δεύτερη ήταν η τοποθέτηση της εκπροσώπου της στην 24η Σύνοδο της ∆ιακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης.
Σύµφωνα µε αυτήν το διάδοχο κράτος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, η σηµερινή Τουρκία, δεν διαθέτει στα αρχεία της φιρµάνι του σουλτάνου που να επιτρέπει το 1816 στον Άγγλο λόρδο του Έλγιν να αποσπάσει µέρος των Γλυπτών του Παρθενώνα και να τα µεταφέρει στη χώρα του, όπου βρίσκονται µέχρι σήµερα, στο βρετανικό Μουσείο και όχι πλέον σε ιδιωτική συλλογή. Η επίσηµη αυτή τοποθέτηση γκρεµίζει τη σχετική µυθολογία ότι η πράξη του λόρδου έχει σχετική νοµιµότητα και δεν ήταν κλοπή. Βεβαίως στη σύνοδο βρισκόταν, κατά παρέκκλιση της συνήθους τακτικής, βρετανική αντιπροσωπεία. Άρα τίποτα δεν είναι τυχαίο και η ανακοίνωση δεν µπορεί να ενόχλησε την αντιπροσωπεία από το Λονδίνο. Σηµειωτέον ότι Τουρκία και Ηνωµένο Βασίλειο είναι στενοί σύµµαχοι. Παρά ταύτα, µέσα σε λίγα 24ωρα είχαµε δυο θετικές ειδήσεις από την Τουρκία, που σε αντίθεση µε την αντιπαράθεση για τα «θαλάσσια πάρκα» στο Αιγαίο επιδεικνύει στοιχεία κοσµοπολιτισµού…