Στην κατάληξη της ενδιαφέρουσας και σηµαντικής συνέντευξής του στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών 90,1 FM χθες ο επικεφαλής της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, κ. Κασσελάκης, προέβη σε µια προγραµµατισµένη από τον ίδιο εκτίµηση. «Προβλέπω ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θα ξανακατέβει για εκλογή. Το 28% δεν είναι τυχαίο. Πιστεύω ότι θα ακολουθήσει την πορεία Σηµίτη και εµείς θα αναλάβουµε µια χώρα όπου θα έχει φτωχοποιήσει το 1/3».

Είναι λογικό ότι σύσσωµη η αντιπολίτευση και όχι µόνον η αξιωµατική του ΣΥΡΙΖΑ θα επιθυµούσε από τώρα να γνωρίζει µια πολύ κρίσιµη παράµετρο σε σχέση µε τις εθνικές εκλογές του 2027, για να προχωρήσει στους στρατηγικούς σχεδιασµούς της: αν θα είναι υποψήφιος πρωθυπουργός και για την επόµενη τετραετία 2027- 2031 ο κ. Μητσοτάκης.

Η συζήτηση αυτή όµως θα πρέπει να κριθεί σε κάθε περίπτωση πρόωρη. Ενέχει µάλιστα ή παραπέµπει σε ένα µεγάλο κίνδυνο. Η επόµενη τριετία, η τόσο κρίσιµη για την Ελλάδα, να αντιµετωπισθεί ως µεταβατική περίοδος από τις ευρωεκλογές µέχρι τις εθνικές εκλογές και να αναλωθεί σε περιβάλλον κοµµατικών σκοπιµοτήτων κι αγκυλώσεων.

Ο πρωθυπουργός σε καµία περίπτωση δεν θα πρέπει να υποχωρήσει σε µια τέτοια συζήτηση. Το τι θα κάνει στις επόµενες εκλογές είναι µια προσωπική του υπόθεση και επιλογή, που χρειάζεται και χρόνο και διαφορετική διάθεση από τη σηµερινή για να ανακοινωθεί. Ο κ. Μητσοτάκης στην παρούσα φάση έχει την ευθύνη της κίνησης της Ελλάδας προς τα εµπρός. ∆εν υπάρχει κανένας λόγος, όσο και να βολεύει την αντιπολίτευση, να αρχίσουν συζητήσεις και διαξιφισµοί για τις εκλογές του 2027.

Ο κ. Μητσοτάκης, που έχει αναλάβει την ηγεσία της Κεντροδεξιάς από το 2014-2015 και την έχει οδηγήσει σε µια σειρά από νίκες και την πολιτική ηγεµονία, ενώ από το 2019 διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας µε µια επίµονη στρατηγική ανασυγκρότησης και ανάδειξης εκ νέου του διεθνούς προφίλ ισχύος της, πράγµατι µπορεί να εκτιµήσει προσωπικά και πολιτικά ότι µετά από µια οκταετία στη διακυβέρνηση ο κύκλος του ολοκληρώνεται και θα πρέπει να ανοίξει τον δρόµο για µια επόµενη ηγεσία.

Θα ήταν κάτι λογικό, µε δεδοµένο µάλιστα ότι πριν από κάποια χρόνια στη χώρα µας συζητείτο µια τέτοια πρόβλεψη ακόµη και στο πεδίο της συνταγµατικής αναθεώρησης. Φυσικά µε την ίδια άνεση µπορεί και να επιλέξει να θέσει υποψηφιότητα για µια τρίτη θητεία. Αλλά ιστορικά ο κ. Μητσοτάκης θα κριθεί από το σύνολο του έργου που θα αφήσει πίσω του, είτε κυβερνήσει δυο θητείες είτε τρεις είτε δυόµιση.

Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να λογίζονται δυο κύριες παραδοχές που θα κατευθύνουν τις εξελίξεις: πρώτον, ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει την ευθύνη του κυβερνητικού έργου και της συνολικής διαχείρισης της τύχης και των διεθνών συµφερόντων της χώρας για την επόµενη τριετία. ∆εύτερον, ότι από τους πολιτικούς υψηλού κύρους της χώρας µας αποτελεί την πλέον «εξαγώγιµη» προσωπικότητα, που θα µπορούσε υπό προϋποθέσεις να αναλάβει ανώτατο ευρωπαϊκό αξίωµα ή την ευθύνη της Ατλαντικής Συµµαχίας, στον επόµενο κύκλο, που προσδιορίζεται χρονικά για το 2028-2029. Εφόσον φυσικά αποφασίσει να µη διεκδικήσει συνέχεια στην πρωθυπουργία της Ελλάδας.

Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι ζητήµατα που αφορούν το διάστηµα µετά το 2025 και όχι το τώρα. Επίσης, όποια και αν είναι η απόφαση του κ. Μητσοτάκη, αυτό που θα πρέπει να καταγράψουν οι κυβερνητικοί κύκλοι της Κεντροδεξιάς και οι «φυλές» της Νέας ∆ηµοκρατίας αλλά και σύσσωµη η αντιπολίτευση είναι ότι το πολιτικό προφίλ του κ. Μητσοτάκη θα πρέπει να παραµείνει προστατευµένο στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση τα επόµενα χρόνια και να µην υποστεί ευτελείς, κακόβουλες επιθέσεις, προκειµένου να διατηρηθεί ισχυρός από ελληνικής πλευράς για διεθνείς ρόλους, γεγονός µε αυξηµένη εθνική σηµασία για όποιον και να κυβερνά την Ελλάδα.

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή