avatar

Μίλησε μου
Γιώργος Κουβαράς

Το όραµα µιας παραγωγικής Ελλάδας είναι εξαιρετικά επείγον

Άρθρο γνώμης

Η πορεία ανάκαµψης είναι βασισµένη και στις ξένες επενδύσεις, στο real estate, στον τουρισµό και την "πράσινη µετάβαση"

oikonomia-ellada
Στην αρχική δήλωσή του αµέσως µετά την εκλογή του στην προεδρία του ΣΕΒ ο κ. Σπ. Θεοδωρόπουλος προχώρησε σε µια υπενθύµιση-υπογράµµιση που δεν θα πρέπει να αγνοείται ή να ξεχασθεί. «Η Ελλάδα ζει µε 75% του ΑΕΠ κατανάλωση και 25% παραγωγή, κάτι παράδοξο µε δεδοµένο ότι δεν µπορούµε να καταναλώνουµε περισσότερο από αυτά που παράγουµε, τουλάχιστον για πολλά χρόνια ακόµη», αφήνοντας σαφές υπονοούµενο για το ορόσηµο του 2032.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη πριν ακόµη βρεθεί στην αφετηρία το 2019 είχε µία πρόβλεψη και έναν λειτουργικό δηµοσιονοµικό στόχο να πετύχει. Την καλή σχέση χρέους µε ΑΕΠ. Τον στόχο αυτόν, που αποτελεί συνισταµένη των οικονοµικών πολιτικών της, τον εξυπηρετεί κατά γενική οµολογία, πετυχαίνοντας µάλιστα ακόµη και την περυσινή δύσκολη χρονιά για την Ευρώπη πρωτογενή πλεονάσµατα της τάξης του 2,7%. Αυτό το πεδίο δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, από τους επενδυτές αλλά και τις δοµές της Ευρωζώνης. Είχαµε µια συνεχή αναβάθµιση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της χώρας παρά τις διαδοχικές κρίσεις που χαρακτήρισαν την πορεία από το 2019 µέχρι και σήµερα. Αρχικά µε την ένταση διαρκείας µε την Τουρκία και το Μεταναστευτικό, στη συνέχεια µε την πανδηµία και στην κορύφωση την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, µε τις δυτικές κυρώσεις που τη συνόδευσαν προκαλώντας ενεργειακή δοµική κρίση στην Ευρώπη και τελικά τη σύγκρουση στη Γάζα του Ισραήλ µε τη Χαµάς, που πέραν των άλλων δηµιουργεί πρόβληµα στις διαµετακοµιστικές αλυσίδες εξαιτίας των επιθέσεων των Χούθι στα εµπορικά πλοία που διέρχονται την Ερυθρά Θάλασσα.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πετύχει να προωθήσει επαρκώς και τους επιµέρους στόχους που είχαν τεθεί. Για παράδειγµα του επανεξοπλισµού της Ελλάδας στο στρατιωτικό και το πολιτικό επίπεδο, της αύξησης των κατώτερων εισοδηµάτων µε ταυτόχρονη µείωση της άµεσης φορολογίας, του εκσυγχρονισµού και της ψηφιοποίησης του κράτους. Η διακυβέρνηση αυτή βρίσκεται στον πέµπτο χρόνο αρµοδιότητάς της, έχοντας διασφαλισµένα µέσω της δηµοκρατικής διαδικασίας τρία επιπλέον χρόνια διακυβέρνησης. Η µέχρι τώρα πορεία έχει φέρει ενθάρρυνση σε πολλά επίπεδα και ανυποµονησία σε άλλα. Στην προκειµένη περίπτωση οι διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες που µεταλλάσσονται δηµιουργούν πιο επιθετικά δεδοµένα, σε σχέση µε την αποφασισµένη, λειτουργικού µοντέλου διακυβέρνηση της Κεντροδεξιάς.

Αν µείνουµε στις αρχικές δηλώσεις του κ. Θεοδωρόπουλου, από την πλευρά του ΣΕΒ οι βιοµήχανοι θέτουν ζήτηµα ενθάρρυνσης της εθνικής ανασυγκρότησης. Ζητούν δηλαδή πέραν των τοµέων των logistics και των data centers να υποστηριχθεί µε κεντρικές πολιτικές και συντονισµό, µέσω ενδεχοµένως και υπουργείου Βιοµηχανίας, πλαίσιο επενδύσεων στη βιοµηχανία. Προβάλλουν µάλιστα το ζήτηµα ότι δεν µπορούν να γίνουν εγχώριες και ξένες επενδύσεις, γιατί δεν υπάρχουν βιοµηχανικές ζώνες ή δεν µπορούν να εκδοθούν άδειες για βιοµηχανικά συγκροτήµατα. Η πορεία ανάκαµψης της Ελλάδας είναι βασισµένη και στις ξένες επενδύσεις, στο real estate, στον τουρισµό και την «πράσινη µετάβαση». Είµαστε δηλαδή ως χώρα παραµένοντες σε ένα µοντέλο ανάπτυξης και παραγωγής που δεν δίνει εγγυήσεις για θεαµατική αύξηση του ΑΕΠ, που παραµένει αναιµικό και στηριγµένο στην κατανάλωση.

Η χώρα αποκτά Εθνικό Επενδυτικό Ταµείο µε το νέο νοµοσχέδιο Χατζηδάκη και το τραπεζικό της σύστηµα έχει απαλλαγεί από τη «θηλιά» των «κόκκινων» δανείων. ∆εν φθάνουν όµως αυτά. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, η διακυβέρνηση του οποίου αποτελεί προνόµιο για τη χώρα, θα πρέπει να δοκιµάσει παραπέρα. Να επαναδιατυπώσει µια πιο επιθετική στρατηγική, συζητώντας µε τις επιχειρήσεις και τους εφοπλιστές, δηµιουργώντας task force στο Μαξίµου για παραγωγή πλούτου, δηµόσιου και ιδιωτικού, συµπεριλαµβάνοντας και τον πρωτογενή τοµέα µε έµφαση στην περιφέρεια της επικράτειας. Είναι εµφανώς απαραίτητη η αναβάθµιση της κεντρικής στρατηγικής της διακυβέρνησης µέχρι τη ∆ΕΘ.


*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»