Μια νέα εποχή ξεκινά για την Κύπρο. ∆ιαφορετική για όλη της την ιστορία από τότε που ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, µετά το τέλος του καθεστώτος της βρετανικής αποικίας.

Η βάση αυτής της νέας εποχής είναι η ανακοίνωση του διαλόγου µεταξύ Λευκωσίας και Ουάσινγκτον για τη συγκρότηση στρατηγικής σχέσης µεταξύ των δύο χωρών. Η στρατηγική αυτή σχέση δεν συνάδει αµιγώς µε µια στρατιωτική συµφωνία, αλλά εκτείνεται σε οικονοµικές, επενδυτικές, εµπορικές και φυσικά ενεργειακές συµφωνίες. Αλλά η στρατηγική αυτή σχέση εµπεριέχει και πλέγµα ασφαλείας για το νησί, που συνεχίζει να υπόκειται στον de facto διαχωρισµό που έχει προκαλέσει το καθεστώς κατοχής που διατηρεί η Τουρκία µε στρατεύµατα στον βόρειο τοµέα της ∆ηµοκρατίας. Η στρατηγική σχέση που θα αρχίσει να συζητείται στους άξονες και τα επιµέρους θέµατα από τον Σεπτέµβριο έρχεται να συµπληρώσει και να ολοκληρώσει την «οµπρέλα» των ΗΠΑ στη σύµπραξη των 3+1 χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, µετά τις στρατηγικές συµφωνίες που έχουν ήδη οι ΗΠΑ µε το Ισραήλ και την Ελλάδα.

Η Κύπρος ιστορικά, από την εποχή του Μακαρίου, ήταν ενταγµένη στο Κίνηµα των Αδεσµεύτων την εποχή του Ψυχρού Πολέµου, κατέστη µέλος στην Ευρωπαϊκή Ενωση µε τη µεγάλη διεύρυνση τη δεκαετία του 1990 και δεν µπόρεσε να ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ εξαιτίας του βέτο της Τουρκίας. Η ένταξή της στην ευρωπαϊκή οντότητα, σύµφωνα µε τις παρασκηνιακές διεργασίες που είχαν προηγηθεί, θα συνοδευόταν από την εφαρµογή του περίφηµου Σχεδίου Ανάν, βρετανικής έµπνευσης, που θα έλυνε το κυπριακό ζήτηµα µέσα από την εµπέδωση µιας διζωνικής - δικοινοτικής υπέρβασης του καθεστώτος τουρκικής κατοχής στον βόρειο τοµέα του νησιού. Το σχέδιο αυτό, όµως, καταψηφίσθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά στο προβλεπόµενο δηµοψήφισµα και έκτοτε όλα, παρά τις διαδοχικές προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού µέσω ΟΗΕ, έχουν µείνει «παγωµένα».

Την τελευταία 15ετία η Κύπρος µαζί µε την Ελλάδα συµµετέχουν στο «κουαρτέτο» της Ανατολική Μεσογείου, µαζί µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που έχει αλλάξει τα γεωπολιτικά δεδοµένα της ευρύτερης περιοχής και αποτέλεσε την αφετηρία για τον αµερικανικής έµπνευσης σχεδιασµό των «Συµφωνιών του Αβραάµ». Η Κύπρος, µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και ειδικά µετά το «µακελειό» της «Χαµάς» στα εδάφη του Ισραήλ και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν στη Γάζα, ανέδειξε και απέδειξε τη σηµασία της.

Ταυτόχρονα, σε αντίθεση µε το ιστορικό παρελθόν της, τοποθετήθηκε σθεναρά στην πλευρά της ∆ύσης. Είναι γνωστό ότι η Κύπρος στην οικονοµία της και τη διακίνηση χρήµατος ήταν συνδεδεµένη παραδοσιακά µε τα ρωσικά κεφάλαια. Οι τράπεζες και τα µεγάλα δικηγορικά γραφεία του νησιού, που ήταν άµεσα συνδεδεµένα, µάλιστα, και µε την πολιτική διακυβέρνηση της Λευκωσίας, αποτελούσαν «παραδείσους» για τους Ρώσους ολιγάρχες και τα ανοιχτά, αλλά και «µαύρα» κεφάλαιά τους. Οι τράπεζες της Λευκωσίας και τα εκτός διεθνούς νόµου καζίνο στην κατεχόµενη τουρκοκυπριακή περιοχή αποτέλεσαν έναν πρώτης τάξεως µηχανισµό ξεπλύµατος «µαύρου» χρήµατος, µε πολλά ειδικά δοµηµένα συµφέροντα και στην πλευρά των Ελληνοκυπρίων. Ολα αυτά µέχρι πρόσφατα, αφού την τελευταία διετία η ηγεσία και οι κρατικοί µηχανισµοί ασφαλείας της Λευκωσίας έδειξαν συνέπεια στην αλλαγή σελίδας σχετικά. Μάλιστα, είναι γνωστό ότι εκλήθη το FBI από πλευράς Αµερικανών, προκειµένου να ξεκαθαρισθεί το περιβάλλον των µαφιόζικων κεφαλαίων στο νησί και η Κύπρος να εξελιχθεί σε µια πιο κανονική χώρα-µέλος της Ε.Ε., αλλά και σταθερός σύµµαχος του δυτικού συνασπισµού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Η ελεύθερη Κύπρος σε όλη την προηγούµενη δεκαετία είχε αναπτύξει, στην τροχιά αµοιβαίων συµφερόντων, µια πολύ δυναµική ενεργειακή πολιτική για την εκµετάλλευση των αποθεµάτων υδρογονανθράκων µε το Ισραήλ, ενώ η παρουσία των αµερικανικών εταιρειών πετρελαιοειδών µαζί µε την κρατική εταιρεία του Κατάρ είναι ενεργή, µε συγκεκριµένα αποτελέσµατα. Το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών της, κ. Κόµπος, στις συναντήσεις και συζητήσεις που είχε στην Ουάσινγκτον για τη συγκρότηση της στρατηγικής σχέσης σε επίπεδο Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και Στέιτ Ντιπάρτµεντ µε τον κ. Μπλίνκεν, συναντήθηκε και µε τον υφυπουργό κ. Πάιατ και προδιέγραψαν χειρισµούς για την ηλεκτρική σύνδεση Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, αλλά και για την περαιτέρω συνεργασία µε τις Exxon Mobil και Chevron στην έρευνα και εκµετάλλευση των κοιτασµάτων φυσικού αερίου, δεν πρέπει να περάσει ως γεγονός απαρατήρητο.

Η Τουρκία στην τελευταία φάση επιµένει για τη διχοτόµηση του νησιού και την αναγνώριση δύο κρατών σε αυτό. Ουσιαστικά, δηλαδή, επιχειρηµατολογεί υπέρ της τριχοτόµησης του νησιού, µε δεδοµένο ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις, που παραµένουν στο νησί, έχουν δικαιώµατα κυρίαρχου κράτους. Η στρατηγική σχέση της Κύπρου µε τις ΗΠΑ δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασµούς, εφόσον µάλιστα η Τουρκία προσανατολίζεται στην ένταξή της στην οικονοµική και γεωπολιτική ενότητα των BRICS, ενώ Ελλάδα και Κύπρος έχουν ενταχθεί και αποτελούν στενούς συµµάχους των ΗΠΑ στη δυτική συµµαχία και µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επίσης, οι τελευταίες απειλές του ηγέτη της «Χεζµπολάχ», Νασράλα, ότι η Κύπρος θα θεωρηθεί εχθρικό έδαφος για τον «άξονα της τζιχάντ», εφόσον διευκολύνει στρατιωτικά το Ισραήλ, επιταχύνει τις εξελίξεις, µε δεδοµένο ότι η Κύπρος δεν διαθέτει ισχυρή εθνική άµυνα και η Ελλάδα έχει δυσχέρειες να εγγυηθεί την ασφάλειά της. Οχι όµως και οι ΗΠΑ. Η προοπτική της στρατηγικής σχέσης Λευκωσίας - Ουάσινγκτον ανακουφίζει, εξάλλου, την Αθήνα, αφού δεν υπάρχει πλέον επείγουσα αναγκαιότητα να συνδεθούν οι ΑΟΖ Ελλάδας - Κύπρου στην προέκταση της ζώνης οικονοµικής εκµετάλλευσης από το Καστελλόριζο µέχρι την Κύπρο.

Αξίζει να σηµειωθεί σε κάποιο περιθώριο ότι η συνήθης αντίληψη των υπηρεσιών ασφαλείας του Ισραήλ περιγράφουν ως διέξοδο µια διζωνική-δικοινοτική Κύπρο, ενιαία, χωρίς στρατεύµατα κατοχής της Τουρκίας στον Βορρά.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ