Η Τουρκία µέχρι προχθές εκινείτο ασιατικά και αντιδυτικά, πέραν των επιλογών και της στρατηγικής του ΝΑΤΟ, και στα δύο θερµά µέτωπα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια. Κρατούσε όµως κάποια προσχήµατα και κάποιες ισορροπίες στη βάση µιας κερδοσκοπικής και υστερόβουλης «ουδετερότητας», που τη διατηρούσαν ζωντανή στο δυτικό στρατόπεδο. Η Ουάσινγκτον, για παράδειγµα, θέλοντας να κερδίσει χρόνο σε σχέση µε την εκδήλωση της δοµικής κρίσης µε την Άγκυρα, παρόµοιας µε την κρίση που υπήρξε µε το Ιράν τη δεκαετία του 1970, προετοιµαζόταν για µια διαφορετική επόµενη µέρα, αλλά διατηρούσε µια συνοχή µε την Τουρκία, προµηθεύοντάς τη τελικά µε µαχητικά F-16 ή κάνοντας µπίζνες µαζί της µε τα εργοστάσια πυροµαχικών.

Η Τουρκία, πάλι, ενώ δεν συµµετείχε ούτε ουσιαστικά συνέδραµε τους δυτικούς συµµάχους της στις στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις στήριξης της Ουκρανίας από τη µία ή του Ισραήλ από την άλλη, ευθυγραµµιζόµενη ως επί το πλείστον µε το Ιράν και τον άξονα της ισλαµικής τροµοκρατίας και ενώ ήδη έχει εκδηλώσει τη διάθεσή της να ενταχθεί στην οικονοµική κοινότητα των BRICS, απέφευγε τη δηµιουργία προβληµάτων στο ΝΑΤΟ και τη συνεκτική ∆ύση, προχωρώντας σε υφεσιακές συζητήσεις µε την Ελλάδα, παύοντας ταυτόχρονα τον στρατιωτικό ανταγωνισµό σε επιχειρησιακό επίπεδο στο Αιγαίο.

Μέχρι προχθές, που ο καθόλου επιπόλαιος υπουργός των Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, προχώρησε σε δηλώσεις τροµοκρατίας σε βάρος της Ελλάδας, ευθυγραµµιζόµενος απολύτως και προεκτείνοντας τις απειλές του ηγέτη της σιιτικής Χεζµπολάχ, Χασάν Νασράλα, σε βάρος της Κύπρου. Η Τουρκία από τη δική της πλευρά, και ενώ εξελίσσονταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος της τροµοκρατικής Χαµάς στη Γάζα, έχει εκδηλώσει µια πολεµικού τύπου επιθετικότητα απέναντι στο Ισραήλ και έχει µετατρέψει τις δυνάµεις της Χαµάς σε εκστρατευτικό της σώµα, όπως το Ιράν έχει πράξει µε τις δυνάµεις της Χεζµπολάχ στον Λίβανο και τη Συρία. Η Τουρκία µε την έννοια αυτή συµµετέχει στον πόλεµο στην Ανατολή απέναντι στο Ισραήλ, στη ∆ύση, αλλά και τις µετριοπαθείς δυνάµεις και ηγεσίες του Ισλάµ και των Αράβων. Φυσικά και εναντίον της ηγεσίας Σίσι στην Αίγυπτο.

Ελλάδα και Κύπρος σε επιχειρησιακό επίπεδο δίνουν διευκολύνσεις σε στρατιωτικές επιχειρήσεις δυτικών και ειδικά των Αµερικανών συµµάχων τους που δρουν στην περιοχή, ενώ έχουν σηµαντικό ρόλο στην αναζήτηση πρακτικών λύσεων ώστε να προωθηθεί ανθρωπιστική βοήθεια προς τους Παλαιστίνιους αµάχους στη Γάζα.

Η Ελλάδα ταυτόχρονα ως εµπορική ναυτική δύναµη συµµετέχει στην «Ασπίδα» που έχει δηµιουργηθεί από µια συµµαχία πολεµικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα προκειµένου να αντιµετωπισθούν τα τροµοκρατικά πλήγµατα των Χούθι απέναντι στα δυτικά εµπορικά πλοία. Στην Κύπρο εξάλλου, που βρίσκεται στο στόχαστρο των απειλών της Χεζµπολάχ, συνδράµοντας πλέον σε αυτό το κλίµα και η Τουρκία ευθυγραµµισµένη µε τη Χαµάς, πέραν της «ελληνοκυπριακής διοίκησης» (ελεύθερη Κύπρος) βρίσκονται σε εµπλοκή και οι βρετανικές βάσεις στο νησί, που έχουν καθεστώς ουσιαστικά βρετανικού εδάφους.

Το µήνυµα Φιντάν, «το γεγονός ότι αυτός ο τόπος και τα ελληνικά νησιά χρησιµοποιούνται για ένοπλες επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή δεν θα βοηθήσει ούτε την ελληνοκυπριακή διοίκηση ούτε την Ελλάδα», δεν θα πρέπει να σχετισθεί µε την ελληνοτουρκική διαµάχη. Οµοίως και η NAVTEX που θέλει να εµποδίσει το πόντισµα τηλεπικοινωνιακού καλωδίου στη θαλάσσια περιοχή µεταξύ Ρόδου και Κρήτης. Είναι µια κήρυξη πολέµου απέναντι στη ∆ύση, τις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και τελικά και το ΝΑΤΟ. ∆εν είναι διµερές το ζήτηµα. Είναι πολύ πιο ευρύ και απολύτως γεωπολιτικό. Το πέρασµα της ∆ύσης προς την Ανατολή αλλά και προς τον Νότο (Αίγυπτος-Αφρική) είναι η διασφάλιση των ελληνικών και κυπριακών συµφερόντων κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Το κόκκινο κουµπί για τη «ρώσικη ρουλέτα» για την ενιαία Τουρκία το πάτησε ο Φιντάν προχθές…

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή