Η είδηση ακούγεται ως θλιµµένος ήχος καµπάνας εκκλησίας σε χωριό που αναγγέλλει απώλεια κάποιου φίλου ή συγγενή. Εκατόν πενήντα δύο νηπιαγωγεία και δηµοτικά σχολεία δεν θα λειτουργήσουν φέτος εξαιτίας της ελλείψεως µαθητών. Εξαίρεση αποτελεί ένα νηπιαγωγείο στον Νοµό Σερρών που χαρακτηρίζεται εδώ και µια δεκαετία από κτιριακό ζήτηµα επάρκειας.

Τα σχολεία αυτά αφορούν τους περισσότερους νοµούς της Πελοποννήσου, όπως Κορινθία, Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία. ∆εν καταγράφονται δηλαδή οι δύο νοµοί της ∆υτικής Ελλάδας και συγκεκριµένα η Αχαΐα και η Ηλεία.

Στην Κεντρική Μακεδονία αντίστοιχα αναφέρονται περιοχές της ∆υτικής και της Ανατολικής Θεσσαλονίκης και οι Νοµοί Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας, Σερρών, Ηµαθίας, Χαλκιδικής. Κάθε χρόνο ένας τέτοιος θλιβερός κατάλογος αποδεικνύει το µέγα διαρθρωτικό ζήτηµα της χώρας.

Αντίθετα, δεν υπάρχει αντίστοιχος κατάλογος µε περιοχές και νοµούς της περιφέρειας της χώρας όπου ανοίγουν σχολεία και νηπιαγωγεία. Το όλο ζήτηµα που προκύπτει δείχνει ότι η Ελλάδα ως επικράτεια δεν κατοικείται. Ότι ο πληθυσµός σωρεύεται πολλές δεκαετίες από τα χρόνια της µεταπολεµικής µετανάστευσης, εσωτερικής και εξωτερικής, σε κάποια αστικά κέντρα µε µια υδροκέφαλη Αττική και µια συγκεντρωτική Θεσσαλονίκη στον Βορρά.

Η περιφέρεια, µε εξαίρεση την Κρήτη όπως έδειξε η τελευταία απογραφή, συνεχίζει να ερηµώνει και να εγκαταλείπεται. Και τι σηµαίνει αυτό τελικά; Η υπανάπτυξη συνεχίζεται. Οι Έλληνες δεν κατορθώνουν να κατοικήσουν και να εξελίξουν τη χώρα τους σε όλη της την επικράτεια. Νησιωτική και ηπειρωτική. Τους φθάνει δηλαδή µια µικρότερη χώρα; Είναι το ερώτηµα που κρέµεται σε κάθε σκέψη για το µέλλον. Και προς τι οι ακριβές υποδοµές; Τα µεγάλα υπερσύγχρονα εθνικά δίκτυα, που ελαχιστοποιούν τους χρόνους µετάβασης; Τα περιφερειακά αεροδρόµια; Τα νέα λιµάνια; Πώς αξιολογούνται ως δοµικές ευκαιρίες οι τεχνολογίες της καθηµερινότητας, τα δίκτυα επικοινωνίας, το διαδίκτυο, οι δυνατότητες τηλεργασίας; Η Ελλάδα παραµένει στατική στις δεκαετίες 1950-1970 µε όλα τα δεδοµένα να έχουν αλλάξει και να έχουν αναβαθµισθεί.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα στερείται σοβαρές συζητήσεις για την αναδιάταξή της στη βάση του πληθυσµού στην επικράτεια. Καρκινοβατεί η συζήτηση για ένα νέο παραγωγικό µοντέλο στη βάση της επικράτειας. Καθηλωµένο το ΑΕΠ, µε υπέρογκο το δηµόσιο - ιδιωτικό χρέος, συσσωρευµένο από τις προηγούµενες δεκαετίες της στρεβλής και λαϊκίστικης διαχείρισης. Αυτό, εξάλλου, που δεν αναδεικνύεται είναι το κοινωνικό και υπαρξιακό αδιέξοδο των Ελλήνων. Εγκλωβισµένοι σε όρους παρελθόντος αναζητούν την τύχη τους στη στενότητα του Λεκανοπεδίου και της Θεσσαλονίκης, χωρίς να τολµούν να διαφύγουν από τα όρια του µικροαστισµού και της διάχυτης µιζέριας που αφήνει πίσω του το τέλος της εποχής του Μεσοπολέµου. Ο αιώνας άλλαξε και η Ελλάδα παραµένει στα «τείχη» των µέσων του προηγούµενου αιώνα, χωρίς να µπορεί να βρει τη µεθοδολογία της «ανάστροφης αντιπαροχής» που θα της επιτρέψει ένα άλµα στο µέλλον και την πολύµορφη ανάκαµψη.

Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση σωστά παίρνουν µέτρα για τη δηµογραφική στήριξη και τους νέους γονείς. Αλλά υπάρχει ένα ζήτηµα, που υπερβαίνει τη διαχείριση της σηµερινής κυβέρνησης και κάθε κυβέρνησης µε τη στενή έννοια. Της ανακατάληψης της χώρας από τους Έλληνες και µιας νέας διάταξης της κοινωνίας, της καθηµερινότητας και της ανάπτυξης. Ακόµη και το µοντέλο της χώρας παραµένει εγκλωβισµένο κάπου εκεί στη δεκαετία του 1970-1980, στηριγµένο στον τουρισµό και την κατανάλωση. Μα, οι εποχές έχουν αλλάξει. Οι δυνατότητες έχουν αλλάξει την πραγµατικότητα της εντοπιότητας. ∆εν υπάρχουν αποµονωµένα κοµµάτια της επικράτειας. Μόνον ερηµωµένα από την απουσία κατοίκων. Η διάταξη πόλη, κωµόπολη, χωριό θα πρέπει να επανέλθει στη δηµόσια συζήτηση και τον προβληµατισµό. ∆ιαφορετικά, θα καταλήξουµε στο ότι η Ελλάδα είναι πολύ ευρεία για να την κατοικήσουµε και οι καµπάνες θα συνεχίσουν να χτυπούν πένθιµα…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27/08/2024