Η έννοια «µεταρρύθµιση» κυριολεκτικά καταδυναστεύει την πολιτική, την οικονοµική και την κοινωνική ζωή της χώρας.

Εν πολλοίς µάλιστα αντιµετωπίζεται τουλάχιστον µε καχυποψία, αν όχι εχθρότητα από τους πολίτες η διάθεση των κυβερνήσεων για µέτωπο µεταρρυθµίσεων. Όλες οι κυβερνήσεις πλέον, πέραν από κόµµατα και συγκυρίες, διεκδικούν την ταυτότητα του µεταρρυθµιστή, υποστηρίζοντας ότι είναι εκσυγχρονιστικές και προοδευτικές έναντι της συντήρησης να υποστηρίζονται παραδοσιακές δοµές και νόρµες. Ξεκινούν µάλιστα οι κυβερνήσεις αυτές και οι επικεφαλής τους από µια βάση µηδενιστική. Βλέπουν τους εαυτούς τους οι πολιτικοί και τα επιτελεία τους ως µια «λέσχη φωτισµένων» που θα αλλάξουν στη βάση της κοινοβουλευτικής τους θητείας τον ρου της ιστορίας για αυτόν τον τόπο που ονοµάζεται Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν αναγνωρίζουν στους προηγούµενους καµία µεταρρυθµιστική έφεση και δεν αναφέρονται ποτέ σε ευθύνες επόµενων. Ούτε φυσικά κάποια επιτυχηµένη πολιτική µε στρατηγικό ορίζοντα που θα διατηρήσουν και ενδεχοµένως θα αναβαθµίσουν, συζητώντας µε τους προηγούµενους ή µε την αξιωµατική αντιπολίτευση στα Κοινοβούλια της δικής τους πλειοψηφίας.

Οι µεταρρυθµίσεις έχουν νόηµα εφόσον είναι πειστικές στην αντίληψη των πολιτών, άσχετα µε τι ψηφίζουν, ως κάτι θετικό. ∆έσµες µέτρων δηλαδή που θα αλλάξουν προς το καλύτερο τη ζωή, την οικονοµική ταυτότητα, την ισχύ και το προφίλ του εθνικού κράτους. Οι µεταρρυθµίσεις τις τελευταίες δεκαετίες είναι συνυφασµένες µε τη «δηµιουργική καταστροφή» των εθνικών οντοτήτων, στην υπηρεσία των διεθνικών στρατηγικών της παγκοσµιοποίησης και των funds ή των εταιρειών που τη χειραγωγούν. Σε µια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η αντίληψη του µαρξισµού και της κοµµουνιστικής προπαγάνδας θεωρήθηκε µεταπολιτευτικά ως η κατάκτηση της ∆ηµοκρατίας και όπου ο εθνικισµός -ακόµη και ο εθνοκεντρισµός µετά τη δεκαετία του 1980- ως η µεγάλη κατάρα και τροχοπέδη για την πρόοδο και την κάθε τύπου ανάπτυξη, είναι πρόδηλο ότι οι µεταρρυθµίσεις αν δεν εξηγούνται λεπτοµερειακά θα αντιµετωπισθούν ως επιβολή του µεγάλου κεφαλαίου στη µέση και την κατώτερη εισοδηµατικά τάξη.

Στην Ελλάδα από τις ηγεσίες και τις ελίτ δεν εξηγήθηκε ποτέ µε επάρκεια το εύρος µιας δέσµης των διακηρυσσόµενων µεταρρυθµίσεων σε κάθε εποχή. Περισσότερο ο στόχος του. Για παράδειγµα οργανώνουµε έτσι τη διοίκηση, το πλαίσιο της επιχειρηµατικότητας, τη λειτουργία του κράτους ή του ασφαλιστικού συστήµατος, τη δοµή της Υγείας ή της Παιδείας, την εθνική µας άµυνα ή τη διεθνή πολιτική µας για να φθάσουµε εκεί. Για να εξελιχθούµε σε µια χώρα µε αυτή τη συγκεκριµένη ταυτότητα και λειτουργικότητα.

Οι µεταρρυθµίσεις δεν επιβάλλονται από κάποιους ξένους ούτε απαραίτητα από την ευρωπαϊκή υπερδοµή. Αλλά εντάσσονται σε κάποιο ευρύ πλάνο ιδιοκτησίας µας για την πατρίδα, εντός της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ και της ∆ύσης, όπου από επιλογή εντασσόµαστε και όχι γιατί µας υποχρέωσαν ή µας το επέβαλαν αυτό, όταν ηττήθηκε για παράδειγµα ο ∆ηµοκρατικός -αντάρτικος- Στρατός στον Εµφύλιο. Θα πρέπει µάλιστα οι σηµερινές κυβερνήσεις πλέον και τα πολιτικά πρόσωπα ή οι επονοµαζόµενοι τεχνοκράτες και γραφειοκράτες όταν µιλούν για µεταρρυθµίσεις να θυµούνται ότι ως τέτοιες χαρακτηρίσθηκαν οι «αναγκαστικές πολιτικές» των µνηµονίων, µε τις οποίες σε µια νύχτα χάθηκε, απαλλοτριώθηκε ή υποθηκεύτηκε το κύριο µέρος του εθνικού και ιδιωτικού πλούτου. Φθάνοντας στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, που ούτε τυχαία είναι ούτε ευκαιριακή.

Μιλούν συνέχεια για µεταρρυθµίσεις, ειδικά κάποιοι από τους επιτελείς. Αποδεκτό να χτίζεται στην παρούσα φάση της ιστορίας ή µετά το «δράµα» της χρεοκοπίας η Ελλάδα του 2030-2050. Ποιο το όραµα και η ταυτότητα της χώρας, το οποίο υπηρετούν οι επιµέρους µεταρρυθµίσεις; Και για ποια χώρα µιλάµε; Ποια τα χαρακτηριστικά και τα ζητούµενα της Ελλάδας που δοµείται;

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά