Μετά την αλλαγή τακτικής της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία, δεν είχε λόγους η Κύπρος να συνεχίσει να ασκεί βέτο για ένα ανεπίσηµο γεύµα των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. µε τον Τούρκο οµόλογό τους, Χ. Φιντάν. Και παρά το γεγονός ότι ξένισε κάποιους κύκλους στη Λευκωσία αυτή η επιλογή Χριστοδουλίδη, η Κύπρος σωστά δεν σπαταλά το διπλωµατικό της κεφάλαιο σε µόνιµα βέτο. Το προσεχές διάστηµα θα χρειαστεί την πολιτική κάλυψη του ευρωπαϊκού γκρουπ, όταν η Αγκυρα, νιώθοντας αρκετά ισχυρή, θα διαπραγµατευθεί µε µεγαλύτερη επιµονή τη διχοτόµηση του νησιού και τη θεσµοποίηση της de facto κατοχής.

Η Αθήνα από την πλευρά της, στο πλαίσιο της φιλοτουρκικής στροφής στη διεθνή της πολιτική, αφήνει περιθώριο, κάνοντας ένα επιπλέον βήµα ανοχής, για την επαναδιατύπωση από την Άγκυρα του αιτήµατος της ένταξής της στο ευρωπαϊκό γκρουπ. Το πλάνο αυτό που επανέρχεται δεν έχει φυσικά καµία βάση ρεαλισµού, πέραν των φαντασιώσεων και εµµονών ονειροπόλων της ελληνοτουρκικής φιλίας «Φαναριωτών» µε µόνιµη κατοικία στην Ελλάδα, αφού η ισλαµική Τουρκία είναι όχι µόνον Ανατολή και Ασία, αλλά και πολύ µεγάλη πληθυσµιακά για να εκπροσωπηθεί αναλογικά στα όργανα της Ευρώπης. Η παλαιόθεν λοιπόν αυτή συζήτηση είναι ουσιαστικά προσχηµατική τόσο από την ευρωπαϊκή πλευρά όσο και την τουρκική.
Ο Φιντάν έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος που άνοιξε και πάλι η ευρωπαϊκή πύλη, με το γεύμα στις Βρυξέλλες, αλλά δεν βιάζεται να φτάσει στο διά ταύτα
Στην ουσία, η Άγκυρα επιζητεί δύο εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ατζέντα, µε την ιδιότητα της προς ένταξη χώρας. Πρώτον, την τελωνειακή ένωση, πολύ σηµαντική και συµφέρουσα από εµπορικής και οικονοµικής πλευράς, και την ελεύθερη βίζα για την κίνηση των Τούρκων υπηκόων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Ζώνη Σένγκεν. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστηµένος που άνοιξε και πάλι η ευρωπαϊκή πύλη, µε το γεύµα στις Βρυξέλλες, αλλά δεν βιάζεται να φτάσει στο διά ταύτα. Αλλωστε ο Ελληνας οµόλογός του, κ. Γεραπετρίτης, έκανε θεαµατικά προσχηµατικές δηλώσεις σε σχέση µε τη θέση της Ελλάδας ως προς την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που σίγουρα δεν αποτελούν βάση διαπραγµάτευσης, περί όρων που θα τεθούν στην Αγκυρα για να πετύχει τους δύο κεντρικούς στόχους της στο ευρωπαϊκό έδαφος, και διαδικασία.

Ο Τ. Ερντογάν και η κυβέρνησή του γνωρίζουν ότι δεν µπορούν να µιλούν για δύο κράτη στην Κύπρο και ταυτόχρονα να πετύχουν τελωνειακή ένωση µε την Ευρώπη. Εστω και αν έχουν αξιωµατούχους στην επιρροή τους, όπως τον απερχόµενο Ζοζέπ Μπορέλ στις Βρυξέλλες. Πρέπει να θέσουν προτεραιότητες. Ούτε µπορούν να εκµεταλλευθούν το θετικό momentum µε την Ελλάδα προωθώντας το δόγµα της «γαλάζιας πατρίδας» στη Μεσόγειο, πριν τουλάχιστον πετύχουν µια νέα σχέση, έστω αποδεκτής καχυποψίας, µε την Αίγυπτο του Αλ Σίσι για να ολοκληρώσουν την επιρροή τους στη ζώνη της Βόρειας Αφρικής. Και φυσικά σε όλα υπάρχει ένα όριο: το τέλος της πολεµικής εµπλοκής του Ισραήλ, γιατί τότε θα έχουν «πονοκεφάλους». Αφού η Ιερουσαλήµ δεν είναι Αθήνα ούτε, φυσικά, Λευκωσία...

*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή» την 1η/09/2024