Σήµερα ο πρόεδρος της Αιγύπτου Αλ Σίσι παίρνει το αεροπλάνο και προσγειώνεται για µια επίσηµη επίσκεψη στην Τουρκία, µε τον οµόλογό του Ερντογάν να τον υποδέχεται στο µεγαλόπρεπο Λευκό Παλάτι. Ύστερα από 11 ολόκληρα χρόνια οι σχέσεις των δυο χωρών αναθερµαίνονται και αποκτούν σχήµα, µέσα από ένα Ανώτατο Συµβούλιο Συνεργασίας στο ελληνικό πρότυπο. Η Αθήνα και η ελληνική διπλωµατία ανησυχούν µέχρι ποιο όριο η ανάκτηση αυτή διµερών διπλωµατικών σχέσεων -που φυσικά θα έχουν εµπορικό, οικονοµικό και ενεργειακό αποτύπωµα- θα εξελιχθεί. Η πρόβλεψη είναι ότι το ενθουσιώδες περιβάλλον που καλλιεργεί στο επίπεδο των εντυπώσεων η Άγκυρα και το υπουργείο Εξωτερικών της δεν θα δικαιωθεί, αφού η καχυποψία µεταξύ των δυο ηγεσιών παραµένει ζωντανή για απολύτως πραγµατικούς λόγους. Η ισλαµική Τουρκία είναι ως γνωστόν στενά συνδεδεµένη µε τη Μουσουλµανική Αδελφότητα και την αντιπολίτευση στην Αίγυπτο, απέναντι στο καθεστώς Σίσι, ενώ οι καταγγελίες σε βάρος του Αιγύπτιου προέδρου δεν µπορούν να αγνοηθούν όσο και αν εξοµαλυνθούν οι συνθήκες.

Από την άλλη πλευρά, αυτό που ανησυχεί την Αθήνα είναι ότι οι Τούρκοι µε αυθαίρετο τρόπο προσπαθούν να «δωροδοκήσουν» την αιγυπτιακή ηγεσία προτρέποντάς τη σε µια συναινετική διαδικασία στον ορισµό των µεταξύ τους ΑΟΖ, καταπατώντας ΑΟΖ όπου σύµφωνα µε το διεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας διεκδικεί και µπορεί να αποκτήσει δικαιώµατα η Ελλάδα και παραχωρώντας, µέσω της συµφωνίας, ένα µέρος της φυσικά στην Αίγυπτο. Είναι µια κίνηση της Άγκυρας που πιέζει τον Αλ Σίσι, αφού τον εκθέτει στην κοινή γνώµη της χώρας του, για µη αξιοποίηση εθνικού πλεονεκτήµατος.

Το πλέον πιθανό παρ’ όλα αυτά είναι ο Αιγύπτιος πρόεδρος να ακολουθήσει την πρακτική των άλλων ηγεσιών των Αράβων, πλην του Κατάρ, και να µην υπερβεί κάποια εσκαµµένα που θα αλλάξουν τις ισορροπίες στους συσχετισµούς της Ανατολικής Μεσογείου.

Η συνάντηση Σίσι - Ερντογάν και η επίσκεψη του Αιγύπτιου προέδρου στην Τουρκία αναθερµαίνει τις σχέσεις των δυο χωρών

Σε όλες όµως τις περιπτώσεις η ελληνική διπλωµατία δεν µπορεί ούτε να ενίσταται ούτε να δηλώνει ανήσυχη για τη νέα πρακτική της Αιγύπτου, αφού έναν χρόνο τώρα µε τη δική της πρακτική έχει δείξει µια αδικαιολόγητη αφοσίωση στην προσπάθεια να υποβαθµίσει µε κάθε κόστος την ένταση µε την Τουρκία. Μια πρακτική που εξελίχθηκε µέσω Ανώτερων Συµβουλίων Συνεργασίας, δηλώσεις για υπέρβαση των διαφορών, ανάδειξη των δυνατοτήτων επέκτασης των εµπορικών, οικονοµικών και άλλων σχέσεων µε την Τουρκία, έστω και αν η Άγκυρα δεν έχει δώσει δείγµατα γραφής και διάθεση υποχώρησης στην επονοµαζόµενη «σκληρή ατζέντα» των διαφορών µε την Ελλάδα. Είτε σε σχέση µε το casus belli στην περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων που δικαιούται η Ελλάδα είτε σε συζητήσεις για οριοθέτηση των ΑΟΖ, είτε στις θεωρίες της Άγκυρας περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και την ύπαρξη εφαρµογών στο τουρκολιβυκό µνηµόνιο.

Την ίδια πρακτική λοιπόν τώρα ακολουθεί και η Αίγυπτος για τα δικά της συµφέροντα και τις ισορροπίες της στην περιοχή, περιορίζοντας επίσης τα µέτωπα των εντάσεων, έχοντας µάλιστα επιχειρήµατα ως προς την Ελλάδα, ότι και το Κάιρο όπως και η Αθήνα µιλά για «θετικές ατζέντες» οικονοµικού και εµπορικού περιεχοµένου, χωρίς µάλιστα το Κάιρο να προχωρεί σε πρακτικές επικέντρωσης της διπλωµατικής του προσπάθειας στην Τουρκία, όπως µήνες τώρα κάνει η Αθήνα, αδρανοποιώντας µάλιστα ταυτόχρονα τις σχέσεις της µε τους εταίρους της στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, µετά την εµπλοκή του Ισραήλ στο πολεµικό µέτωπο µε τη Χαµάς.

Η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θα πρέπει να σκεφθεί εκ νέου τις επιπτώσεις και τις παραµέτρους που δηµιουργεί η τακτική της από την άνοιξη του 2023 και αν µη τι άλλο και κατ’ αρχήν να δώσει στρατηγική βαρύτητα στην όσο το δυνατόν πιο ταχεία πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέσει τη χώρα µας µε την Αίγυπτο, µέσω Κρήτης.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»