Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στο πλαίσιο των εγκαινίων της 88ης ∆ΕΘ υπήρξαν σαφείς ως προς τους στόχους και τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν τις επόµενες 1.000 ηµέρες, περίπου όσο και η κυβερνητική συνταγµατική θητεία, αλλά δεν υπήρξαν σχεδόν καθόλου αναφορές στη διεθνή πολιτική, στις γεωπολιτικές προτεραιότητες, σε θέσεις και κινήσεις. Αυτό δεν θεωρείται τυχαίο.

Όπως επίσης ότι ακόµη και για την Τουρκία και τον σχετικό διάλογο η τοποθέτηση ότι αυτή επιδεικνύει τον αναθεωρητισµό της και αυτό αποθαρρύνει στην ουσία τις θετικές προσδοκίες ήταν µια µάλλον διαπιστωτικού τύπου προσέγγιση.

Γίνεται φανερό από την οµιλία και το πλαίσιο αναφοράς του πρωθυπουργού ότι δεν προβλέπεται µια ενδιαφέρουσα διεθνής κινητικότητα µε γεωπολιτικό αποτύπωµα από την πλευρά της Ελλάδας για την επόµενη τριετία.

Θέµατα όπως αυτά της στέγης, της επιδοµατικής ενίσχυσης των λιγότερο ισχυρών οικονοµικά, η χρονίζουσα δυστοπία στο πεδίο της Υγείας, η προσπάθεια ψηφιοποίησης του κράτους, φυσικά η ασφάλεια στο επίπεδο των στρατιωτικών εξοπλισµών αλλά και η εσωτερική ασφάλεια σε σχέση µε την ανάσχεση της παράνοµης µετανάστευσης απορροφούν όλη την ενέργεια και την προσοχή της κυβέρνησης. Αυτό που ονοµάζουµε καθηµερινότητα στη γλώσσα της δηµοσιογραφίας.

Η προσέγγιση αυτή, νοούµενη ως κεντρική στρατηγική, δεν µπορεί όµως να µείνει ασχολίαστη και πολύ περισσότερο να µη δηµιουργήσει συµπτώµατα ανησυχίας όχι µόνο στο εσωτερικό κοινό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Η Ελλάδα είναι µια χώρα στενή σύµµαχος και µε συνεχώς πιο αναβαθµισµένο ρόλο τόσο για την αµερικανική όσο και για ευρωπαϊκές ή περιφερειακές στρατηγικές στον χώρο της Μεσογείου και όχι µόνο στους «βαλτότοπους» της Βαλκανικής. Υπάρχουν δύο θερµά µέτωπα πολέµου σε εξέλιξη, που αφορούν και την Ελλάδα, ειδικά αυτό που βρίσκεται ανατολικά της και ένας παγκόσµιος ανταγωνισµός για τη χάραξη των διαδροµών που θα συνδέουν την Ευρώπη µε την Ασία.

Σε όλα αυτά τα ζητήµατα η Ελλάδα πολλά από τα τελευταία χρόνια, ενώ ακόµη µάλιστα βρισκόταν σε δυσχερή µνηµονιακό έλεγχο, επέδειξε δραστηριότητα, τόλµη και στρατηγική ευεξία. Υπάρχουν συµµαχίες όπως αυτή µε το εµπόλεµο από πέρυσι Ισραήλ, τη σε δυσχερή θέση αλλά σε καθοριστικό ρόλο για τους συσχετισµούς σε τρεις ηπείρους Αίγυπτο, τις αραβικές χώρες της Εγγύς Ανατολής όπως τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία.

Παράλληλα η Ελλάδα, αν θέλει να παραµένει σε αναβαθµισµένη τροχιά για τις ξένες επενδύσεις και να διασφαλίσει µια πιο ισχυρή ιστορικά θέση στη νέα εποχή των τεχνολογιών, θα πρέπει να συνεχίσει να συνδέει µε τις επιλογές, τις κινήσεις και τον ρόλο της τη γεωπολιτική δυναµική της.

∆εν είναι δυνατόν να υπάρχει σχεδιασµός που αποπλέκει την ενέργεια, την ασφάλεια και το διεθνές προφίλ της χώρας από τις ευθύνες και την αποστολή της στον διεθνή συσχετισµό. Γιατί αν υπήρχε ένας τέτοιος σχεδιασµός, θα ήταν µη ρεαλιστικός. ∆εν ανεβαίνεις και κατεβαίνεις από το τρένο της γεωπολιτικής των εξελίξεων όποτε θέλεις και ανάλογα µε τη διάθεση εσωστρέφειας που αποκτά µια χώρα ή η κυβέρνησή της.

Ειδικά σε περιόδους όπως η σηµερινή, όπου όλα αλλάζουν, ανατρέπονται και ανασυνθέτονται και οι συµµαχίες όπως και οι αντιπαλότητες κρίνονται σε συνεχή βάση.

Αν χαθούν οι φιλοδοξίες για την Ελλάδα από τους «ισχυρούς παίκτες» της ∆ύσης για παράδειγµα, όπου έχει τοποθετηθεί, κάποιοι άλλοι θα κερδίσουν και σίγουρα η επιθετική και φιλόδοξη Τουρκία. Η Ελλάδα δεν µπορεί ξαφνικά να επιστρέψει στη «στρατηγική Μολυβιάτη» της αδράνειας και της υποµονής «πού θα κάτσει η µπίλια» και µας αρκεί η θέση µας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη για να επιβιώσουµε. Με απλά λόγια, είναι φανερό ότι η Ελλάδα δεν αντέχει µια τριετή γεωπολιτική αδράνεια, µε ευχολόγια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12/09/2024