Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις, όχι µόνον εντός της Ελλάδας αλλά και διεθνώς, που βλέπουν ως «παράθυρο ευκαιρίας» να τεθούν τα µεγάλα ζητήµατα της ελληνοτουρκικής διαφοράς κατά τη διάρκεια της παρουσίας Μητσοτάκη - Ερντογάν στις ηγεσίες των δυο χωρών.

Οι προσεγγίσεις αυτές είναι ενθαρρυµένες από το γεγονός ότι η στρατιωτικού τύπου ένταση, µε τη µορφή «ψυχρού πολέµου», στο Αιγαίο αλλά και στα χερσαία σύνορα στον Έβρο, έχουν µετριασθεί από την άνοιξη του 2023 και µετά, ενώ ταυτόχρονα βρέθηκε δρόµος από τη διπλωµατία να προωθηθεί µια «θετική ατζέντα» σε επιµέρους ζητήµατα εµπορικού, οικονοµικού, τουριστικού, πολιτιστικού χαρακτήρα.

Φυσικά τα ζητήµατα αυτά καθόλου δεν έχουν επηρεάσει την απόσταση που χωρίζει την Τουρκία από την Ελλάδα στα θέµατα κυριαρχίας, όπως διεφάνη για παράδειγµα από τα θαλάσσια πάρκα, το καλώδιο «πράσινου» ηλεκτρισµού που θα συνδέσει την Ελλάδα και την Κύπρο µε τελικό προορισµό το Ισραήλ, αλλά και τα µαθήµατα στα σχολεία της Τουρκίας περί της επιθετικής δοξασίας για «Γαλάζια πατρίδα».

Ενόψει της προβλεπόµενης νέας συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της τακτικής συνέλευσης του ΟΗΕ, δηµιουργείται µια φιλολογία ότι οι δυο ηγέτες θα περιλάβουν στη συζήτησή τους και τα ζητήµατα κυριαρχίας, όπως είναι και τα όρια των ΑΟΖ. Φυσικά θα πρόκειται για δήλωση προθέσεων και όχι για µια ουσιαστική συζήτηση για τις παραµέτρους του θέµατος ή των θεµάτων που χωρίζουν τις δυο χώρες. Παρ’ όλα αυτά, ακόµη και µια δήλωση προσανατολισµού και προθέσεων θα πρέπει, για να γίνει, να περιλαµβάνει ή καλύτερα να λαµβάνει υπόψη της τα προαπαιτούµενα ζητήµατα, για να φθάσουµε σε ένα διπλωµατικό και πολιτικό διάλογο για τις ΑΟΖ.

Πρώτα και κύρια, για να ορίσουµε ή να συµφωνήσουµε µε την Τουρκία έκταση υφαλοκρηπίδας και οικονοµικών ζωνών εκµετάλλευσης, θα πρέπει να έχουµε ανακηρύξει µονοµερώς την έκταση των χωρικών υδάτων και τις ζώνες πλήρους κυριαρχίας. Καθόλου απλό ζήτηµα.

Η Ελλάδα δέχεται το νέο διεθνές δίκαιο της θάλασσας και τα αποτελέσµατα της 3ης συνδιάσκεψης του 1982, η Τουρκία εµµένει σε κάποιες βασικές παραδοχές της προηγούµενης ρύθµισης του 1959.

Η Ελλάδα έχει επισήµως αναγνωρισµένες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας στα 6 ν.µ. στη θάλασσα και στα 10 ν.µ., µάλιστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, στον αέρα.

Η Ελλάδα δικαιούται σύµφωνα µε το δίκαιο που βρίσκεται σε ισχύ να επεκτείνει τις ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας στα 12 ν.µ. και, όπου αυτό λόγω του περιορισµένου εύρους δεν µπορεί να συµβεί, να ακολουθηθεί η µέθοδος της µέσης γραµµής, λαµβάνοντας υπόψη και τα διεθνή ύδατα, που είναι απαραίτητα. Η Τουρκία δεν δέχεται ούτε καν τη µεθοδολογία της µέσης γραµµής και ζητά η Ελλάδα να περιορίσει και τον εναέριο χώρο της στα 6 ν.µ. Ταυτόχρονα, σύµφωνα µε το νέο δίκαιο της θάλασσας, τα ελληνικά νησιά (για κάποια από αυτά αµφισβητείται ακόµη και η πλήρης ελληνική κυριαρχία από την Τουρκία) δικαιούνται ζώνες και ΑΟΖ ακριβώς όπως και το ηπειρωτικό έδαφος της χώρας. Εξισώνονται δηλαδή µε το ηπειρωτικό έδαφος.

Η Τουρκία όχι µόνον δεν δέχεται κάτι τέτοιο, αλλά δηλώνει ότι η έκταση των ζωνών, φυσικά και η ΑΟΖ, επηρεάζεται από την ευρεία ηπειρωτική ζώνη της Ανατολίας που έχει υπό την κατοχή της. Είναι πολύ κρίσιµο ότι οι ζώνες εθνικής κυριαρχίας προκύπτουν από µονοµερή επίσηµη κήρυξή τους από την Ελλάδα. Οι ζώνες οικονοµικής εκµετάλλευσης, ως προς το εύρος τους, επηρεάζονται και από διαβουλεύσεις προκειµένου να υπάρξει concensus. Εδώ η Τουρκία διακηρύσσει ότι, αν κάνει χρήση των δικαιωµάτων της η Ελλάδα, θα κηρύξει πόλεµο. Πώς λοιπόν θα υπάρξει συζήτηση περί ΑΟΖ, έστω και ως πρόθεση, αν δεν έχουν επιλυθεί τα προαπαιτούµενα για µια τέτοια συζήτηση;

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23/09/2024