Οι προσδοκίες για µια ισχυροποίηση των κεντρικών κοµµάτων της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, µετά και τον πρώτο γύρο των εσωκοµµατικών εκλογών στο ΠΑΣΟΚ, είναι µάλλον «γκρίζες» έως θολές. Η αντιπαράθεση Ανδρουλάκη µε ∆ούκα για την ηγεσία, µε ισχυρές πιθανότητες επανεκλογής τού εν ενεργεία προέδρου του κόµµατος, παραπέµπει στο «πολλή φασαρία για το τίποτε». Οι καταστάσεις θα περιπλέκονταν ακόµη περισσότερο στην περίπτωση που θα κυριαρχούσε ο δήµαρχος Αθηναίων και χωρίς πολιτική εµπειρία Χάρης ∆ούκας.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόµη εµπεδωθεί ο νέος κύκλος εσωκοµµατικών διαδικασιών για µια εκ νέου εκλογή προέδρου, µε τον Στ. Κασσελάκη να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες (επαν)εκλογής, ο φαύλος κύκλος της αυτοδιάλυσης και του αυτοεξευτελισµού κορυφώνεται. Αφήνοντας λοιπόν στην άκρη την συζήτηση για µια µετεξέλιξη σε πόλο διακυβέρνησης από την πλευρά της Κεντροαριστεράς, όλες οι προσδοκίες παραµένουν επικεντρωµένες στην κυβερνώσα Κεντροδεξιά και τη δυνατότητα του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη να αντιµετωπίσει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις χρόνιες παθογένειες στη συγκρότηση της χώρας, τα «απόνερα» της µνηµονιακής περιόδου στην οικονοµία και τις δοµικές κρίσεις που θα εξελίσσονται µε την αναδιάταξη του παγκόσµιου power game.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι από τους ηγέτες της Κεντροδεξιάς που λειτουργούν περισσότερο ως κυβερνήτες της χώρας και λιγότερο ως κοµµατάρχες της Νέας ∆ηµοκρατίας. Αυτό δεν είναι κάτι καινοφανές και απρόβλεπτο για τον πολιτικό φορέα της Κεντροδεξιάς. Αρµόζει στην ιστορία του και συνάδει µε την αντίληψη που τον διακατέχει παραδοσιακά ως προς την αποστολή του. Το πρόβληµα για µια ακόµη φορά στη Νέα ∆ηµοκρατία είναι ότι µια οµάδα στελεχών της -µε πρωταγωνιστές παλαίµαχα ηγετικά και κοινοβουλευτικά στελέχη της παράταξηςερίζουν για τον προσανατολισµό του κόµµατος προς τα δεξιά ή προς το Κέντρο. Στη βάση των διαφωνιών είναι µια διελκυστίνδα προσώπων, ρόλων και εθιµοτυπίας, που δεν αιφνιδιάζει όµως καµία τάση του κόµµατος επειδή συµβαίνει.

Ο Κ. Μητσοτάκης είναι από τους ηγέτες της Κεντροδεξιάς που λειτουργούν περισσότερο ως κυβερνήτες της χώρας και λιγότερο ως κοµµατάρχες

Άλλωστε φταίει και η εποχή και η κατάσταση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ για την όλη εξέλιξη. Αυτό που θεωρείτο δογµατικά ορθό και συστηµικό για τρεις περίπου δεκαετίες, πλέον µοιάζει ξεπερασµένο. Η σύγκλιση δηλαδή της Κεντροδεξιάς µε την Κεντροαριστερά στο πολιτικό Κέντρο των πολιτικών συστηµάτων στις κεντρικές χώρες της Ευρώπης, για παράδειγµα, δεν λειτουργεί πλέον. Εκεί έχουµε µια άνοδο των κοµµάτων της εναλλακτικής «ταυτοτικής» ∆εξιάς και της Ακροδεξιάς που αναζητούν µερίδιο διακυβέρνησης σε κυβερνήσεις συνασπισµού µε την Κεντροδεξιά - ενώ Σοσιαλιστές, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι καταρρέουν. Στην Ελλάδα, µε δεδοµένη και την πλήρη απορρύθµιση της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς, έχουµε σκιώδεις εσωτερικούς ανταγωνισµούς εντός της Κεντροδεξιάς. Πόσο ∆εξιά είναι δηλαδή και πόσο κεντρώα…

Το πραγµατικό ζήτηµα όµως για το πολιτικό σύστηµα της χώρας, που καθορίζεται ως προς τη διακυβέρνηση από τη Νέα ∆ηµοκρατία, είναι να κατορθώσει να αποβεί αντάξιο των προκλήσεων της εποχής. Αυτές δεν είναι µόνον γεωπολιτικές ή ευρωπαϊκές, αλλά σχετίζονται µε τις εφαρµογές της τεχνητής νοηµοσύνης, τις νέες τεχνολογίες, τη ροµποτική, τις υπό διαµόρφωση κοινωνικές συνθήκες, τις επόµενες οικονοµικές νόρµες και την απόκτηση και διάχυση ευηµερίας µέσω και του κράτους. Πολύ σύνθετη υπόθεση, που προϋποθέτει προβληµατισµό και εγρήγορση που θα κοιτά προς το µέλλον και όχι προς το παρελθόν. Για να ανταποκριθεί στον ρόλο της η Νέα ∆ηµοκρατία, όχι µόνον ως διακυβέρνηση αλλά ως δεσπόζων στο ελληνικό σύστηµα πολιτικός οργανισµός, θα πρέπει ο κ. Μητσοτάκης και η κοµµατική ηγεσία σε επίπεδο αξιωµατούχων να εξελιχθεί σε φόρουµ συναντήσεων, συνεδρίων, καταγραφής τάσεων, εφαρµοσµένων πολιτικών µε στρατηγικό ορίζοντα. Καθόλου απλή διαδικασία για έναν παλαιού τύπου, κάπως «σκουριασµένο» εκλογικό µηχανισµό και µόνον, που είναι σήµερα το κόµµα. Αυτή είναι όµως η πρόκληση, αυτή και η ευκαιρία…

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»