Ιδιαίτερα εύχαρο και αισιόδοξο είναι το οικονοµικό επιτελείο της κυβέρνησης για τις προβλέψεις και τις προτεραιότητες που θέτει µε το προσχέδιο του προϋπολογισµού που καταθέτει για το 2025.

Το κλίµα αυτό δεν είναι πλασµατικό, αφού νιώθει ασφαλές να αυξήσει τις δαπάνες για µισθούς, συντάξεις και στήριξη των ευάλωτων κατά 1,1 δισ. ευρώ επιπλέον, ενώ οι συνολικές δαπάνες για «θετικά µέτρα» ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ.

Αν δούµε τους δείκτες για την Ελλάδα, αυτούς που παρακολουθούν το Eurogroup, η Κοµισιόν, οι οίκοι αξιολόγησης και οι επενδυτικές διεθνείς τράπεζες, σίγουρα θα νιώσουµε την ίδια αισιοδοξία και ικανοποίηση µε το οικονοµικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Οι ρυθµοί ανάπτυξης είναι πάνω από τον µέσο όρο, η ανεργία πέφτει, το ΑΕΠ αυξάνεται, τα εισοδήµατα επίσης και βάσει του διακηρυγµένου προγράµµατος ενισχύονται.

Στην Καραγεώργη Σερβίας αλλά και στα «µεγάλα σπίτια» διεθνώς, πολύ περισσότερο στις Βρυξέλλες, παρακολουθούν και την πορεία των κόκκινων δανείων, την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού και του δηµόσιου υπέρογκου χρέους της Ελλάδας, την κατάσταση των τραπεζών.

Όλα αυτά είναι δείκτες, πάνω σε ένα κοµµάτι χαρτί τελικά, αλλά στη βάση αυτών υπάρχει ευστάθεια οικονοµική, χρηµατιστηριακή και επενδυτική για την Ελλάδα και όχι στη βάση κάποιου γενικού σχολιασµού.

Επίσης η Ελλάδα έχει πετύχει τους στόχους της για τις αποκρατικοποιήσεις -δεν είναι χωρίς περιεχόµενο οι σχετικές ευχάριστες δηλώσεις του πρωθυπουργού-, διακρίνεται από πολιτική σταθερότητα σε µια Ευρώπη που χαρακτηρίζεται από όλο και µεγαλύτερη ρευστότητα και αστάθεια και γενικώς έχει outlook για τις αγορές και τις ευρωπαϊκές δοµές από τα καλύτερα στην Ευρωζώνη.

Μπορεί να υπάρχουν ζητήµατα στον τοµέα των επενδύσεων ή σε παραγωγικούς τοµείς, αλλά αυτά δεν διαταράσσουν δοµικά το προφίλ της Ελλάδας για τις αγορές. Το οικονοµικό επιτελείο µε την έννοια αυτή όταν καταθέτει την αισιοδοξία του για τον προϋπολογισµό του κράτους για το 2025 δεν είναι µαταιόδοξο. Χαρακτηρίζεται όµως από µια µονόπλευρη αντίληψη για την οικονοµική πραγµατικότητα της χώρας. Άρα και τη συνολική ευθύνη που έχει.

Η οικονοµία δεν είναι µόνο συγκεκριµένοι κρίσιµοι δείκτες. Είναι η κατάσταση της χώρας συνολικά που πρέπει να απασχολήσει. Και στο πεδίο αυτό σίγουρα τα ζητούµενα είναι πολλαπλάσια από τα κατακτηθέντα.

Η Ελλάδα έχει καταστεί µια εξόχως ακριβή χώρα για τους Έλληνες. Τα ενοίκια, το κόστος των υπηρεσιών, το κυριότερο οι τιµές των τροφίµων και των βασικών προϊόντων κινούνται εκτός ελέγχου. Υπάρχει µια δυσανάλογη ακρίβεια σε περιβάλλον ελεγχόµενου πληθωρισµού, χαµηλού κόστους στο πετρέλαιο, τάσης µείωσης των επιτοκίων. Κι όµως νοικοκυριά και επιχειρήσεις βρίσκονται σε απελπισία. Οι τιµές ήδη βρίσκονταν στην «κόκκινη γραµµή» στο τέλος της άνοιξης, αλλά στις αρχές του φθινοπώρου παρουσιάζουν εκ νέου εκτόξευση.

Η κυβέρνηση παρά τις προσπάθειές της δεν δείχνει αποτελεσµατική. Αν µιλήσουµε σοβαρά, θα δούµε ότι η κυβέρνηση είναι απολύτως συντηρητική ως προς την ασφαλή προεξόφληση των εσόδων του κράτους. ∆ηλαδή σε περίοδο απρόβλεπτη και ρευστή και στην Ευρώπη και διεθνώς, που οι συνθήκες επηρεάζονται άµεσα και καθοριστικά από πολέµους και ανταγωνισµούς, επιθυµεί να έχει βάσιµους υπολογισµούς, µέσω άµεσων και έµµεσων φόρων, στα πλεονάσµατα που είναι δεσµευµένη η Ελλάδα από το ευρωπαϊκό πλαίσιο µετά την έξοδο από τα µνηµόνια.

Άρα δεν παίρνει ρίσκα και ό,τι επιπλέον πλεόνασµα πετυχαίνει το αναδιανέµει, κυρίως προς αυτούς που χαρακτηρίζονται «ευάλωτοι» -άρα οι κάτω εισοδηµατικά της µέσης τάξης-, ως επιδόµατα στήριξης και ενισχύσεις. Ναι, αλλά µε τη µεθοδολογία που ακολουθεί, αποφεύγοντας κάθε έννοια ρίσκου στον υπολογισµό των εσόδων, οδηγεί τις εξελίξεις µε το κόστος ζωής που διαµορφώνεται σε αδιέξοδο. Αυξάνει δηλαδή συνεχώς το πολιτικό ρίσκο µιας τυφλής εξέγερσης στους δρόµους, µε κινητοποίηση µέσω διαδικτύου. Κόµµατα αντιπολίτευσης και συνδικάτα δεν υπάρχουν και αυτό δεν είναι πάντα καλό στο ενδεχόµενο συστηµικής κρίσης.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9/10/2024