Ο διάλογος χρειάζεται δύο
Άρθρο γνώμης
Μη ρεαλιστική η αισιοδοξία στα ελληνοτουρκικά, τα πράγµατα στη γειτονική χώρα παραµένουν στην εποχή του Κεµάλ και των γενοκτονιών
Μπορεί στην Αθήνα, στους κύκλους της διπλωµατίας αλλά και σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο να επικρατεί αισιοδοξία για τον διάλογο µε την Τουρκία, αλλά αυτή η προδιάθεση δεν δείχνει ρεαλιστική, αν παρακολουθήσουµε την τακτική της Άγκυρας. Όχι µόνον στα θέµατα αιχµής και του «κλειστού πυρήνα» των αντιθέσεων, όπως το Αιγαίο και η οριοθέτηση των ΑΟΖ ή το Κυπριακό, αλλά και σε αυτά που θεωρούνται περιφερειακά.
Όπως -για παράδειγµα- η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, από όπου προέρχονται οι ιερείς και οι αρχιερείς του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.
Παρά την αισιοδοξία που έχει εκφράσει τον τελευταίο καιρό το Φανάρι για τις συζητήσεις που εξελίσσονται µε το υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας, στην αρµοδιότητα του οποίου εµπίπτει η θεολογική σχολή, οι κινήσεις, οι επιλογές και οι διακηρύξεις θέσεων των Τούρκων και σε επίπεδο Ερντογάν κάθε άλλο παρά δικαιολογούν αυτή την αισιοδοξία. Εκτός αν δεχθούµε ότι η επαναλειτουργία της σχολής θα σηµάνει ως ισοδύναµο τετελεσµένο την αναγνώριση της µουσουλµανικής µειονότητας στην ελληνική Θράκη ως «τουρκικής».
Μια πάγια θέση και επιπλέον διεκδίκηση της Τουρκίας, που φυσικά δεν έχει κανένα νοµικό έρεισµα στη Συνθήκη της Λοζάνης και δεν συνάδει µε τη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Ερντογάν υποδέχθηκε στο παλάτι του στην Άγκυρα µε κάθε επισηµότητα τη «Συµβουλευτική Επιτροπή της Τουρκικής Μειονότητας της ∆υτ. Θράκης», µε επικεφαλής τους δυο µη αναγνωρισµένους µουφτήδες και στελέχη του τουρκικού προξενείου εκεί, που σίγουρα δεν έχουν εποικοδοµητικό ρόλο στις σχέσεις των δυο χωρών, εκτελώντας εντολές της Άγκυρας και των µυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας.
Στη συνάντηση αυτή, που δεν είχε πολλά µυστικά και αιφνιδιασµούς, επανελήφθησαν οι συνήθεις θέσεις και αξιώσεις της Τουρκίας να αναγνωρισθεί επισήµως η µουσουλµανική µειονότητα της Ελλάδας ως «τουρκική», να εκλέγουν αυτοί τους µουφτήδες και όχι το ελληνικό κράτος, να έχουν τα µειονοτικά σχολεία βιβλία επιλογής της Άγκυρας και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά δεν προδιαθέτουν για θετικό προσανατολισµό στις συζητήσεις των δυο χωρών ή ότι θα βρεθεί η «χρυσή τοµή» σε κρίσιµα ζητήµατα της διµερούς διαφοράς που θα είχε αποτέλεσµα µια επόµενη περίοδο σταθερότητας και ευηµερίας στη γεωπολιτική περιοχή. Πέραν αυτού όµως, οι χειρισµοί που ακολουθούνται από την τουρκική ηγεσία στο θέµα της Χάλκης, όπως πριν, µε τη λειτουργία του ναού της Αγ. Σοφίας, δείχνουν ότι η ισλαµική Τουρκία δεν νιώθει την ανάγκη κάποια διεθνή ζητήµατα πολιτισµού και σεβασµού στις άλλες θρησκείες να τα αποδεχθεί ως τέτοια.
Ο οικουµενικός χαρακτήρας του Πατριαρχείου των Ορθοδόξων µε έδρα την Κωνσταντινούπολη, εφόσον γινόταν σεβαστός από την τουρκική πολιτεία, θα µπορούσε να προβληθεί ως επιχείρηµα γοήτρου για την Άγκυρα. Όµως τα πράγµατα στη γειτονική χώρα παραµένουν σ την εποχή του Κεµάλ και των γενοκτονιών των µειονοτήτων. Με βάση τέτοιου τύπου διαπιστώσεις, µοιάζει παράταιρη η αισιοδοξία τόσο του Φαναρίου όσο και της Αθήνας αλλά και κύκλων της Ουάσινγκτον ότι µπορεί µε συνοµιλίες να προκύψει µια διαφορετική ιστορική περίοδος για τη σχέση Ελλάδας - Τουρκίας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και πέραν αυτού.
Επίσης µοιάζουν χωρίς λόγο οι πρωτοβουλίες Ελλήνων ιεραρχών να λαµβάνουν την τουρκική υπηκοότητα και τα σχετικά διαβατήρια, για να υπάρχει επόµενη ηµέρα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Η προοπτική αυτού που δεν είναι το Πατριαρχείο των Ρωµιών, όπως διαλαλούν για αιώνες οι Τούρκοι, αλλά το Οικουµενικό των Ορθοδόξων Χριστιανών, δεν είναι ελληνική υπόθεση ούτε θα γίνει µε την «κλειστή έννοια» τέτοια. Άρα από την αφετηρία δεν υπάρχει συζήτηση για ανταλλάγµατα σε επίπεδο Θράκης και Ελλήνων µουσουλµάνων, τους περισσότερους εκ των οποίων τροµάζει η Τουρκία.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11/10/2024
Όπως -για παράδειγµα- η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, από όπου προέρχονται οι ιερείς και οι αρχιερείς του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.
Παρά την αισιοδοξία που έχει εκφράσει τον τελευταίο καιρό το Φανάρι για τις συζητήσεις που εξελίσσονται µε το υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας, στην αρµοδιότητα του οποίου εµπίπτει η θεολογική σχολή, οι κινήσεις, οι επιλογές και οι διακηρύξεις θέσεων των Τούρκων και σε επίπεδο Ερντογάν κάθε άλλο παρά δικαιολογούν αυτή την αισιοδοξία. Εκτός αν δεχθούµε ότι η επαναλειτουργία της σχολής θα σηµάνει ως ισοδύναµο τετελεσµένο την αναγνώριση της µουσουλµανικής µειονότητας στην ελληνική Θράκη ως «τουρκικής».
Μια πάγια θέση και επιπλέον διεκδίκηση της Τουρκίας, που φυσικά δεν έχει κανένα νοµικό έρεισµα στη Συνθήκη της Λοζάνης και δεν συνάδει µε τη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Ερντογάν υποδέχθηκε στο παλάτι του στην Άγκυρα µε κάθε επισηµότητα τη «Συµβουλευτική Επιτροπή της Τουρκικής Μειονότητας της ∆υτ. Θράκης», µε επικεφαλής τους δυο µη αναγνωρισµένους µουφτήδες και στελέχη του τουρκικού προξενείου εκεί, που σίγουρα δεν έχουν εποικοδοµητικό ρόλο στις σχέσεις των δυο χωρών, εκτελώντας εντολές της Άγκυρας και των µυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας.
Στη συνάντηση αυτή, που δεν είχε πολλά µυστικά και αιφνιδιασµούς, επανελήφθησαν οι συνήθεις θέσεις και αξιώσεις της Τουρκίας να αναγνωρισθεί επισήµως η µουσουλµανική µειονότητα της Ελλάδας ως «τουρκική», να εκλέγουν αυτοί τους µουφτήδες και όχι το ελληνικό κράτος, να έχουν τα µειονοτικά σχολεία βιβλία επιλογής της Άγκυρας και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά δεν προδιαθέτουν για θετικό προσανατολισµό στις συζητήσεις των δυο χωρών ή ότι θα βρεθεί η «χρυσή τοµή» σε κρίσιµα ζητήµατα της διµερούς διαφοράς που θα είχε αποτέλεσµα µια επόµενη περίοδο σταθερότητας και ευηµερίας στη γεωπολιτική περιοχή. Πέραν αυτού όµως, οι χειρισµοί που ακολουθούνται από την τουρκική ηγεσία στο θέµα της Χάλκης, όπως πριν, µε τη λειτουργία του ναού της Αγ. Σοφίας, δείχνουν ότι η ισλαµική Τουρκία δεν νιώθει την ανάγκη κάποια διεθνή ζητήµατα πολιτισµού και σεβασµού στις άλλες θρησκείες να τα αποδεχθεί ως τέτοια.
Ο οικουµενικός χαρακτήρας του Πατριαρχείου των Ορθοδόξων µε έδρα την Κωνσταντινούπολη, εφόσον γινόταν σεβαστός από την τουρκική πολιτεία, θα µπορούσε να προβληθεί ως επιχείρηµα γοήτρου για την Άγκυρα. Όµως τα πράγµατα στη γειτονική χώρα παραµένουν σ την εποχή του Κεµάλ και των γενοκτονιών των µειονοτήτων. Με βάση τέτοιου τύπου διαπιστώσεις, µοιάζει παράταιρη η αισιοδοξία τόσο του Φαναρίου όσο και της Αθήνας αλλά και κύκλων της Ουάσινγκτον ότι µπορεί µε συνοµιλίες να προκύψει µια διαφορετική ιστορική περίοδος για τη σχέση Ελλάδας - Τουρκίας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και πέραν αυτού.
Επίσης µοιάζουν χωρίς λόγο οι πρωτοβουλίες Ελλήνων ιεραρχών να λαµβάνουν την τουρκική υπηκοότητα και τα σχετικά διαβατήρια, για να υπάρχει επόµενη ηµέρα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Η προοπτική αυτού που δεν είναι το Πατριαρχείο των Ρωµιών, όπως διαλαλούν για αιώνες οι Τούρκοι, αλλά το Οικουµενικό των Ορθοδόξων Χριστιανών, δεν είναι ελληνική υπόθεση ούτε θα γίνει µε την «κλειστή έννοια» τέτοια. Άρα από την αφετηρία δεν υπάρχει συζήτηση για ανταλλάγµατα σε επίπεδο Θράκης και Ελλήνων µουσουλµάνων, τους περισσότερους εκ των οποίων τροµάζει η Τουρκία.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11/10/2024