Η περίπτωση της ανασυγκρότησης του κράτους και όλου του δηµόσιου τοµέα της Ελλάδας µετά την οικονοµική κατάρρευση πριν από περίπου µία δεκαετία «αναγκαστικών πολιτικών» αποσυναρµολόγησης των δηµόσιων δαπανών, µαζί µε την ενσυνείδητη και απολύτως επιπόλαια και ευκαιριακή «δηµιουργική καταστροφή» που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις των προηγούµενων δύο δεκαετιών, δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Όπως επίσης και τυχόν εγχείρηµα εθνικοποίησης της οικονοµίας προκειµένου από τη µία αυτή να γίνει παραγωγική, στηρίζοντας την αυτάρκεια της χώρας σε πόρους και τρόφιµα, και από την άλλη ανταγωνιστική στον τοµέα των επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός που αποτελεί και τον «κύριο µοχλό» της ανασυγκρότησης και της νέας συγκρότησης στη βάση των τεχνολογιών και των εκσυγχρονισµών των δηµόσιων υπηρεσιών και της νοµοθεσίας, έχει πολλά «στοιχήµατα» να αντιµετωπίσει σε συγκεκριµένο βασικό χρονοδιάγραµµα, χωρίς κανείς να µπορεί να υπολογίσει µε ασφάλεια πόσα από αυτά θα πετύχει και πόσα όχι. Ο κ. Μητσοτάκης είναι φανερό ότι στερείται υπουργικού συµβουλίου προδιαγραφών ανάλογων µε τις προκλήσεις. Και αυτό δεν είναι κάτι που το δηµιούργησε µε τις επιλογές προσώπων, άσχετα µε το κατά πόσον αυτές κρίνονται επιτυχηµένες ή όχι, αλλά το κληρονόµησε εξαιτίας της έκπτωσης της πολιτικής επί πολλές δεκαετίες. Από εκεί δηλαδή που η πολιτική είχε πήχυ, τουλάχιστον σε επίπεδο κυβερνητισµού, στην αναβάθµιση του εθνικού κράτους στο δυτικό υψηλό πρότυπο και στη δηµιουργία ευηµερίας για όλες τις κοινωνικές τάξεις, κατέληξε µια φθηνή άσκηση δηµόσιων σχέσεων και επιβολής εικόνας στην κουλτούρα των τηλεοπτικών «πρωινάδικων» και της διαπλεκόµενης µαζικής ενηµέρωσης στη βάση ιδιωτικών συµφερόντων.

Αποτέλεσµα, ο κ. Μητσοτάκης, όταν στο τέλος της εποχής των µνηµονίων ανέλαβε τη διοίκηση της χώρας, είχε να αντιµετωπίσει τα δεδοµένα ενός πλήρως απορρυθµισµένου και υποβαθµισµένου ως προς την απόδοσή του κράτους, πτωχοποιηµένους και υπερδανεισµένους πολίτες, σε επίπεδο επιχειρήσεων και νοικοκυριών, και µια οικονοµία µε πολύ «στενό κοστούµι» ως προς τα δηµοσιονοµικά περιθώρια. Ο κ. Μητσοτάκης είναι κατεξοχήν Ευρωπαίος και δυτικής νοοτροπίας πρωθυπουργός, προερχόµενος από τη µακρά παράδοση της αστικής τάξης στην Ελλάδα, που αν και έχει συκοφαντηθεί από τη «λαϊκίστικη» Αριστερά έχει προσφέρει, τις δεκαετίες του πολέµου και της ειρήνης, ένα σύγχρονο κράτος και µια δηµοκρατική, ανεκτική σε επίπεδο δικαιωµάτων πολιτεία ευταξίας και νοµικής επάρκειας.

Ο κ. Μητσοτάκης αναλαµβάνοντας πλήρως τις ευθύνες του ως προς τη διακυβέρνηση είχε να αντιµετωπίσει το κόστος της «αναστήλωσης» των υποδοµών του κράτους, στο κέντρο και την περιφέρεια, αλλά και τη συνεχιζόµενη χρεοκοπία δυνατοτήτων του κράτους είτε σε ανθρώπους είτε σε µέσα. Οι υποστελεχωµένες και σε παρακµή δηµόσιες υπηρεσίες -ένστολες ή πολιτικές- δεν είχαν ταυτόχρονα τα «εργαλεία» για να κάνουν τη δουλειά τους - περιπολικά, ασθενοφόρα, στρατιωτικό εξοπλισµό, αστικά λεωφορεία και ούτω καθεξής. Η ανασυγκρότηση της εποχής Μητσοτάκη δεν είναι εκ της προδιαγραφής της καθόλου απλή για επιπλέον λόγους. Τα δόγµατα συνοχής της Ευρώπης έχουν καταρρεύσει. Η κυρίαρχη αντίληψη στο διεθνές power game ότι «δεν γίνονται πλέον πόλεµοι στην εποχή µας» έχει διαψευσθεί από την πραγµατικότητα.

Οι δυναµικές της παγκόσµιας οργάνωσης των οικονοµιών βρίσκονται στη φάση της αποδροµής και οι εθνικές ηγεσίες θα πρέπει αφενός να βρουν λύσεις για τα δηµοσιονοµικά τους και ανταγωνιστικότητα για τις επιχειρήσεις. Τίποτα δεν είναι όπως ήταν, ακόµη και πριν από πέντε χρόνια όταν αναλάµβανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, µε συγκεκριµένης οπτικής στρατηγική, βασισµένη στην πράσινη οικονοµία, που και αυτή ως µονόδροµος προβλέπεται το 2025 να αµφισβητηθεί. Η κυβέρνηση αντεπιτίθεται µε κονδύλια και σχέδια για την Υγεία, τις Ένοπλες ∆υνάµεις, την Αστυνοµία ή την ψηφιοποίηση του κράτους. Αλλά οι συνθήκες είναι ασφυκτικές και η αναµενόµενη νοµοθεσία για τις επιχειρήσεις καινοτοµίας και τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων υπάρχει αναγκαιότητα να επι τύχει σε επίπεδο εφαρµογής…

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή