Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι µόνον µια κεντροδεξιά µεταρρυθµιστική κυβέρνηση. Αλλά και η πρώτη µετά την επίσηµη έξοδο από τα µνηµόνια εποπτείας και δηµοσιονοµικής άτακτης προσαρµογής. Έχει µια ευθύνη λοιπόν που θα πρέπει να αναλάβει. Με τον γνωστό τυπικό τρόπο να προχωρήσει σε µια ανασκόπηση των µνηµονιακών νόµων και των προσαρµογών που επεβλήθησαν από τους εκπροσώπους των πιστωτών σε τρεις φάσεις. Ο λόγος για µια µακρά περίοδο µε διαφορετικές κυβερνήσεις συνασπισµού από το 2010-11 µέχρι και τον Αύγουστο του 2018.

Η ευθύνη αυτή της διακυβέρνησης είναι απέναντι στους Έλληνες, που τώρα, αφού ο πανικός και οι εντάσεις της καταστροφής αποτελούν παρελθόν, ενώ η χώρα έχει ανακτήσει το αυτοδιοίκητο αλλά και µια κανονικότητα στην εξυπηρέτηση του υψηλότατου χρέους της στη βάση αυτών των συµφωνιών, θα πρέπει να ενηµερωθούν σωρευτικά τι τους συνέβη. Ποια από αυτά τα τραγικά που τους συνέβησαν µε άµεσες επιπτώσεις στα εισοδήµατα, στις συντάξεις, στις περιουσίες τους και την «κατάσταση της χώρας» έχουν διορθωθεί, ποια µπορεί και προτίθεται να βελτιώσουν οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη και ποιες από τις δεσµεύσεις που έχουν αναληφθεί θα παραµείνουν υποχρεώσεις στο ορατό µέλλον, άσχετα µε τις συνθέσεις των επερχόµενων κυβερνήσεων.

Η µνηµονιακή καταστροφή, ως αποτέλεσµα δηµοσιονοµικής χρεοκοπίας, λειτουργεί σαν «τραύµα» στον κοινωνικό ιστό, άσχετα µε τις εισοδηµατικές τάξεις. Όπως πάντα στην Ελλάδα, µε άνισο µεν τρόπο, αλλά τελικά είτε όλοι κερδίζουν είτε όλοι χάνουν. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται πλέον στον πέµπτο χρόνο της θητείας της. Έχει καταφέρει στη βάση των περιθωρίων της να δηµιουργήσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, οικονοµικής ευεξίας και κοινωνικής συγκρότησης, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι όλα πάνε καλά ή ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν δυσχέρειες και προβλήµατα. Η Ελλάδα διεθνώς έχει ενισχύσει και εν πολλοίς αποκαταστήσει το προφίλ της ως δυτικής ευρωπαϊκής χώρας, µε τους παλαιότερα σκληρούς «τιµωρούς» και επικριτές της να τη θεωρούν πλέον ως υπόδειγµα από failed state, στο δυτικό µοντέλο φυσικά, να έχει µεταµορφωθεί σε χώρα-πρότυπο, πλην του µαχητού πεδίου της πολιτικής, επιχειρηµατικής και γραφειοκρατικής δοµικής διαφθοράς.

Στην εσωτερική όµως κοινωνική συγκρότηση η µνηµονιακή νοµοθεσία και ο διακανονισµός λειτουργούν ως «µετατραυµατικό σοκ». Οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν κατάθλιψη. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά βρίσκονται σε συνθήκες µόνιµου στρες. Οι φιλοδοξίες, ατοµικές και κοινωνικές, δεν επαρκούν για να σβήσουν τους εφιάλτες όσων συνέβησαν. ∆εν µπορεί να ορίσει κάποιος το αν η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει µια επικοινωνιακή ή πολιτική προσέγγιση για να αντιµετωπίσει αυτόν τον κρυφό «γόρδιο δεσµό», που αποτελεί τροχοπέδη για την κοινωνική συγκρότηση στο να κινηθεί προς το µέλλον. Μάλλον θα χρειαστούν και τα δυο µαζί.

Ο στόχος πάντως δεν µπορεί να είναι η απόδοση ευθυνών σε κόµµατα και σε πρόσωπα αποκλειστικά. Αλλά εθνικός και κοινωνικός. Οι Έλληνες πρέπει να αφήσουν πίσω τους εφιάλτες και να κινηθούν µε νέες φιλοδοξίες. Αυτό δεν θα το επιτύχει η κυβέρνηση, όσες µειώσεις και να πετύχει στις τιµές των τροφίµων και τους λογαριασµούς του ηλεκτρικού. Χωρίς να υποτιµώνται αυτά, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του πρέπει να σταθούν από το βήµα της Βουλής µε την ευκαιρία του προϋπολογισµού και να εξηγήσουν πού ήµασταν, πού είµαστε, τι µας δεσµεύει.

Μιλώντας µε πολιτικούς και κοινωνικούς όρους και όχι τεχνοκρατικούς ο πρώτος µεταµνηµονιακός κυβερνήτης της Ελλάδας να δοµήσει το µήνυµα της αισιοδοξίας ότι έχουµε τα περιθώρια ως κοινωνία και ως έθνος να αφήσουµε πίσω µας τους εφιάλτες και την καταστροφή και να κινηθούµε µπροστά µε θάρρος, συνοχή και πεποίθηση. Αν δεν το κάνει αυτό ο κ. Μητσοτάκης, ποιος θα το κάνει;

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή