Eχουν περάσει 84 χρόνια από τότε που οι Έλληνες µπήκαν σε πόλεµο. Χθες µε δοξολογίες, παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων είχαµε την επέτειο της θερµής εµπλοκής στον Β΄ Παγκόσµιο πόλεµο. Το «όχι» του τότε ηγέτη της χώρας, Ι. Μεταξά, που επιβεβαιώθηκε από τον ελληνικό λαό, όταν φορούσε τα στρατιωτικά ρούχα και έφευγε τραγουδώντας για το µέτωπο, ήταν µια αναγκαστική επιλογή. Η Ελλάδα, ένα πολεµικό και όχι µόνον ένοπλο έθνος, και στις δυο εθνικές επετείους της, τη χθεσινή της 28ης Οκτωβρίου αλλά και της άλλης, της επίσηµης έναρξης της εθνικοαπελευθερωτικής της επανάστασης απέναντι στην Οθωµανική Αυτοκρατορία στις 25η Μαρτίου, θυµάται και γιορτάζει την έναρξη του πολέµου.

Σε αντίθεση στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και τον κόσµο συνηθίζεται οι επέτειοι να συνδέονται µε το τέλος των πολέµων και τις µεγάλες νίκες. Αυτή η κατά κάποιον τρόπο «ανορθογραφία» δείχνει το βάθος του ήθους των Ελλήνων, που συνδέεται µε την αποδοχή της θυσίας προς την πατρίδα, πέραν από τη νίκη ή την ήττα, αλλά και την έννοια της προσφοράς ακόµη και της ζωής στο µεγαλείο και το δικαίωµα ενός αρχαίου λαού και πολιτισµού να συνεχίσει να υπάρχει µέσα από την εθνική πραγµάτωση και συγκρότησή του.

Η ένταξη στις ένοπλες δυνάµεις του έθνους υπήρξε καθήκον και η συµµετοχή στον ηρωισµό, τον εξαρχής ηρωισµό, αφού η σύγκρουση ήταν µε υπέρτερες δυνάµεις το κισµέτ του ατόµου που µαχόταν για την οµάδα, την υπέρτατη οµάδα, την πατρίδα. Υπέρ βωµών και εστιών στον ορισµό της. Το ιδιωτικό και το ατοµικό δηλαδή συνδεόταν µε το δηµόσιο και το µαζικό. Αυτή ήταν η κοινή ταυτότητα που αποτέλεσε για γενιές ολόκληρες τη βάση της κοινωνικοποίησης, της ηθικής και της ιστορικής συνέχειας και συνοχής των Ελλήνων. Και στον πόλεµο και στην ειρήνη.

Πλέον οι τελευταίοι που βρέθηκαν σε µέτωπα έφυγαν, οι µνήµες ασθένησαν και η ιστορία γράφτηκε εκ νέου σε άλλους τόνους

Από τη δεκαετία του 1950, µετά και το τέλος των εµφυλίων µε την επικράτηση των εθνικών δυνάµεων απέναντι στο κοµµουνιστικό ιδεώδες της βαλκανικής συνοµοσπονδίας, οι Έλληνες δεν ενεπλάκησαν σε άλλον µεγάλο πόλεµο. ∆εν υπήρξαν άλλοι θάνατοι, νεκροί και τραυµατίες από τα µέτωπα των εθνικών πολέµων. ∆εν υπήρξαν άλλες καταστροφές. ∆εν υπήρξαν βοµβαρδισµοί των πόλεων, κάψιµο των σοδειών στην ύπαιθρο, επιτάξεις και δολιοφθορές υποδοµών. 84 χρόνια µετά η Ελλάδα έχει ουσιαστικά ξεχάσει τον πόλεµο. Οι τελευταίες γενιές που πολέµησαν σε µέτωπα του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, στη δυτική Ασία και την Ιωνία ή πριν, στο Βαλκανικό έπος, έφυγαν και πλέον έχουν φύγει και οι γενιές του τελευταίου πολέµου. Οι µνήµες ασθένησαν, η ιστορία γράφτηκε εκ νέου σε άλλους τόνους, υπό την κουλτούρα των ηττηµένων της Αριστεράς των εµφυλίων και των σε δεσπόζουσα θέση φιλελεύθερων του δυτικού «πασιφισµού».

Οι Έλληνες έχασαν βαθµηδόν τα χαρακτηριστικά του πολεµικού έθνους. Αλλά και το ήθος, την αίσθηση του καθήκοντος, που επιτάσσει το να τα αφήνω όλα πίσω µου, οικογένεια, περιουσία, φίλους, καθηµερινότητα και να κινούµαι προς το µέτωπο του πολέµου. Το επίκεντρο της µάχης και του ενδεχόµενου αφανισµού. Οι Έλληνες έπρεπε να πορευθούν στην ειρήνη χωρίς πόλεµο. Οκτώ δεκαετίες µετά ακόµη προσπαθούν. ∆ισ. δολάρια και ευρώ έχουν επενδυθεί στην Ελλάδα για να αναβαθµισθεί. Κι όµως αυτή εξακολουθεί να καρκινοβατεί. Μέλος του πυρήνα της επόµενης των πολέµων Ευρώπης και από τα πρώτα κράτη του Ατλαντικού Στρατιωτικού Συµφώνου, εξακολουθεί να ψάχνει την µεταπολεµική της ταυτότητα. Με σταθερό δηµοκρατικό πολίτευµα για πέντε δεκαετίες, οι Έλληνες δεν µπορούν να βρουν το άλµα προς το µέλλον. Ένοπλο έθνος και σήµερα εξαιτίας της επιθετικής Τουρκίας, αλλά όχι πολεµικό. Λε ίπει από τους Έλληνες το πολεµικό ήθος, γιατί στη βάση τους, ακόµη και αν δεν το θυµούνται, ήταν και είναι ένας πολεµικός λαός που µέσα από τη φωτιά και τη θυσία έγιναν... πατρίδα.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»