Είναι πράγµατι εξόχως περίεργο ως παράλογο ότι υπάρχει µερίδα του αντιπολιτευόµενου Τύπου, εξ αριστερών και εκ δεξιών της κυβέρνησης, που τις τελευταίες εβδοµάδες επιχειρεί να πλήξει το κύρος και την αξιοπιστία της Ανεξάρτητης Αρχής ∆ηµοσίων Εσόδων (ΑΑ∆Ε) και του επικεφαλής της, κ. Πιτσιλή.

Ενδεχοµένως να επηρέασε σε αυτό ότι υπήρξε νοµοθετική ρύθµιση που δίνει την ευχέρεια να παραµείνει επικεφαλής µιας από τις πλέον σηµαντικές και αποδοτικές εν τοις πράγµασι Ανεξάρτητες Αρχές της χώρας και για µια επόµενη θητεία.

Η ΑΑ∆Ε µε τις τεχνολογικές αναβαθµίσεις της και την ενάργεια των ελέγχων της έχει πολύ σηµαντικά αποτελέσµατα τόσο στη συλλογή των εσόδων από τη φορολογία όσο και σε σχέση µε την πάταξη της φοροδιαφυγής. Τα αποτελέσµατά της θα µπορούσαν να θεωρηθούν ως και ιστορικά σε σχέση µε προηγούµενες δεκαετίες και πρακτικές. Τα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής προστίθενται στα προϋπολογισθέντα έσοδα των φόρων και αυτό δίνει πλεονάσµατα στον προϋπολογισµό έναντι των στόχων. Σύµφωνα µε τη στρατηγική της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτά επιστρέφονται µε στοχευµένες παροχές στις πιο ευάλωτες εισοδηµατικά οµάδες του πληθυσµού, δίνοντάς τους «ανάσες» σε ένα πολύ δυσχερές περιβάλλον από πλευράς κόστους ζωής, µε τα τρόφιµα και βασικές υπηρεσίες στην Ελλάδα να δηµιουργούν συνθήκες δοκιµασίας στα µέσα νοικοκυριά αλλά και τις υπερχρεωµένες ή τις µικρές επιχειρήσεις.

Η κυβέρνηση από τη δική της πλευρά βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανακοινώνει πλεονάσµατα πέραν των προσδοκιών και των στόχων που έχουν τεθεί, που φθάνουν για την κεντρική διοίκηση στα 8,7 δισ. ευρώ από Ιανουάριο µέχρι Σεπτέµβριο του 2024, έναντι διακηρυγµένου στόχου στα 5,2 δισ. ευρώ και αντίστοιχα έσοδα την περυσινή χρονιά στα 5,9 δισ. ευρώ.

Αντίστοιχα και στη στρατηγική που ακολουθείται για τη µείωση των φόρων ο πρωθυπουργός και το υπουργείο Οικονοµικών ανακοινώνει νέα θετικά µέτρα, όπως η επιπλέον µείωση στην κλίµακα εισοδήµατος για τα µεσαία εισοδήµατα, η µείωση του τεκµηρίου εισοδήµατος κατά 30%, από το 2026 όµως, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύµατος για τις εταιρείες και η µείωση κατά 1,5% στις εισφορές εργαζοµένων και εργοδοτών.

Με τον τρόπο αυτόν κλιµακώνεται η µείωση των φόρων µε ορίζοντα το 2027, όπως έχει δεσµευθεί ο κ. Μητσοτάκης για την τρέχουσα τετραετία.

Ταυτόχρονα, από το υπουργείο Ανάπτυξης και τον κ. Θεοδωρικάκο ανακοινώθηκαν µειώσεις τιµών στο ράφι για 362 προϊόντα της τάξης του 6%-20%, ενώ προβλέπεται να φθάσουν οι µειώσεις το επόµενο χρονικό διάστηµα τους 600 κωδικούς.

Εδώ προκύπτει ένα ζήτηµα. Η κυβέρνηση ακολουθεί µια λογική συντηρητικής πολιτικής ως προς τα έσοδα, για να µη βρεθεί προ εκπλήξεων εξαιτίας των απρόβλεπτων διεθνών εξελίξεων και του κλίµατος αστάθειας στα ευρωπαϊκά αλλά και τα διεθνή οικονοµικά. Η κυβερνητική πολιτική δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα να στηρίζει από τα πλεονάσµατα του προϋπολογισµού τα χαµηλά εισοδήµατα, προκειµένου να δηµιουργήσει ανάσχεση στη φτώχεια από την οποία απειλούνται. Αλλά οι πληθωριστικές πιέσεις και η ακρίβεια στο κόστος ζωής που δηµιουργείται στην καθηµερινότητα για τα µέσα νοικοκυριά, και όχι µόνον τα ευάλωτα, δεν αντισταθµίζεται, εξαιτίας των πολλαπλών έµµεσων φόρων, και όχι µόνον των άµεσων.

Στην Ελλάδα το ύψος της έµµεσης φορολογίας από τον ΦΠΑ και τις άλλες επιβαρύνσεις δεν εναρµονίζεται µε τα πιο χαµηλά εισοδήµατα στη χώρα µας µετά τη δεκαετία της δηµοσιονοµικής προσαρµογής, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η έµµεση φορολογία κινείται σε πιο χαµηλά επίπεδα. Υπάρχει ένα «στοίχηµα», ενόψει µάλιστα εορταστικής περιόδου.

Είτε η κυβέρνηση θα πετύχει µια µείωση του πληθωρισµού της ακρίβειας ορατή είτε το οικονοµικό επιτελείο και ο πρωθυπουργός θα πρέπει να σκεφθούν τυχόν υλοποίηση της παλιάς δέσµευσης της Νέας ∆ηµοκρατίας για µείωση του ΦΠΑ από 24% σε 22% και από 13% σε 11%. Υπάρχουν περιθώρια πριν από το 2026;

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 31/10/2024