Γιατί το Κυπριακό μπορεί να περιμένει
Άρθρο γνώμης
Οι περιφερειακές συνθήκες είναι σε φάση βίαιης αναδιάταξης και οι επόµενοι συσχετισµοί στη βάση των νέων συµµαχιών µπορεί να προσφέρουν καλύτερες ευκαιρίες
Η πρόσκληση από τον Λευκό Οίκο προς τον Πρόεδρο της Κύπρου, Ν. Χριστοδουλίδη, για συνάντηση στην Ουάσινγκτον ελάχιστες ηµέρες πριν από τις αµερικανικές εκλογές φυσικά και δεν ήταν προς άγραν ψήφων υπέρ των ∆ηµοκρατικών, όπως διάφοροι υπέθεσαν. Αλλά σχετίζεται µε την ολοκλήρωση του α’ γύρου των συζητήσεων του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Κύπρου. Επίσης, ήρθε λίγους µήνες µετά την άρση του εµπάργκο όπλων στη Λευκωσία, που είχε επιβληθεί από τη δεκαετία του 1970.
Ο Ν. Χριστοδουλίδης την Τετάρτη είχε συνάντηση µε τον απερχόµενο πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στο Οβάλ Γραφείο, αλλά µε παρόντες µια σειρά από υψηλούς αξιωµατούχους. Τον υπουργό Εξωτερικών, Μπλίνκεν, τον σύµβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Σάλιβαν, και αρµόδιους για τα θέµατα που κυριάρχησαν στην ατζέντα: ασφάλεια, ενέργεια, άµυνα, τεχνολογίες. Ολο το «πακέτο», δηλαδή, που αφορά τις εθνικές προτεραιότητες της Κύπρου. Παράλληλα, από τα θέµατα περιοχής ξεχωρίζει η συζήτηση για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, που, σύµφωνα µε το Ισραήλ, ως διαδικασία µπορεί να εξελιχθεί µέσω Κύπρου και µάλλον µε τη συµβολή συγκεκριµένης αµερικανικής ΜΚΟ, ειδικευµένης σε τέτοιου τύπου, δυσχερείς εκ των συνθηκών, διανοµές.
Το γεγονός ότι ο προηγούµενος Πρόεδρος της Κύπρου που προσκλήθηκε στον Λευκό Οίκο ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον το µακρινό 1996, δείχνει το εύρος της ιστορικότητας της συνάντησης. Είναι φανερό ότι η ελεύθερη και µόνη αναγνωρισµένη Κύπρος, µε πρωτεύουσα τη Λευκωσία, υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, παρά τη διατήρηση της κατοχής των βόρειων εδαφών του νησιού από τις τουρκικές ένοπλες δυνάµεις, µπαίνει σε µια άλλη εποχή από πλευράς ισχύος, επιρροής και, προπάντων, ασφάλειας. Η στρατηγική σχέση µε τις ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι δίνει εγγυήσεις ασφαλείας και στενής συνεργασίας µε τους Αµερικανούς, ισότιµης, αν όχι ανώτερης, γιατί έχει τον χαρακτήρα «στενού συµµάχου», µε εκείνη της ένταξης στο ΝΑΤΟ, που για εύλογες σκοπιµότητες «µπλοκάρει» η Τουρκία.
Οι απειλές του -θανόντος πλέον- ηγέτη της «Χεζµπολάχ» Νασράλα σε βάρος της ασφάλειας του -άοπλου, ουσιαστικά, από πλευράς εθνικής άµυνας- νησιού της Ευρώπης, τις οποίες επικύρωσε ως απειλές ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, διευρύνοντας µάλιστα τη ζώνη-στόχο της ισλαµικής τροµοκρατίας και στο ελληνικό αρχιπέλαγος του Αιγαίου, δεν θα είναι καθόλου εύκολο να υλοποιηθούν στο µέλλον, όποια και αν είναι η κατάσταση και η πορεία µετάβασης σε στρατιωτικές συγκρούσεις στη ζώνη της Μέσης Ανατολής-Β. Αφρικής.
Παράλληλα µε αυτές τις τόσο σηµαντικές εξελίξεις στην Ουάσινγκτον, κινείται ο διάλογος µέσω ΟΗΕ για τη λύση της κατάστασης κατοχής από την Τουρκία του βόρειου τµήµατος και την αποκατάσταση της ενότητας, της νοµιµότητας και της θεσµικής συνοχής, στη βάση και του ευρωπαϊκού κεκτηµένου, στην κυπριακή επικράτεια. Οι συζητήσεις αυτές, όπως διεφάνη και από το πρώτο, µάλλον ανεπίσηµο, γεύµα µε πρόσκληση του γ.γ. του ΟΗΕ, Γκουτέρες, στους Χριστοδουλίδη και Ταλάτ -επίσηµο εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων-, µάλλον «καρκινοβατούν».
Οι θέσεις των δύο πλευρών είναι αφετηριακά διαφορετικές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά µιλά στη βάση µιας οµοσπονδίας, διζωνικής-δικοινοτικής, στο νησί, µε αποχώρηση των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων κατοχής, και η τουρκοκυπριακή -ουσιαστικά τουρκική- για δύο ξεχωριστά κράτη, που µπορεί και να αποτελέσουν συνοµοσπονδία εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της οποίας η Κύπρος είναι µέλος. Πολλοί µιλούν για την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού σε όσο το δυνατόν πιο σύντοµο διάστηµα. Κινούνται ουσιαστικά στην «πεπατηµένη» για µισό αιώνα.
Οι συνθήκες, όµως, τώρα έχουν αλλάξει, ακόµα και από τη δεκαετία του 2000, όταν στο πλαίσιο της τότε διεύρυνσης της Ε.Ε. εντάχτηκε στο γκρουπ και η Κύπρος. Πολύ περισσότερο από την εποχή του Μακαρίου. Η Κύπρος έχει συµµάχους. Γεωπολιτικούς, στρατηγικούς, λειτουργικούς. Πέραν της Ελλάδας, που δεν µπορεί να καλύψει σε απόλυτα µεγέθη εθνικής ασφάλειας την Κύπρο. Εχει το Ισραήλ στενό σύµµαχο, έχει αραβικές χώρες, µεταξύ αυτών φυσικά την Αίγυπτο, και τώρα πλέον συνδέεται όλο και πιο στενά µε τις ΗΠΑ. Η Κύπρος είναι ∆ύση και όχι χαµένη στον πλανήτη των «αδεσµεύτων», όπου πλέον κινείται η Τουρκία. Αρα, µήπως η καλύτερη λύση του Κυπριακού είναι η µη λύση επί του παρόντος; Αν, δηλαδή, αφεθούν οι διεθνείς και περιφερειακές συνθήκες να εξελιχτούν, µήπως οι λύσεις για τη Λευκωσία θα είναι καλύτερες και πιο εποικοδοµητικές από τις παρούσες; Οπου σήµερα τελικά οι Ελληνοκύπριοι δεν επιθυµούν τη διχοτόµηση σε δύο κράτη. Αλλά ούτε τους συµφέρει, αν δούµε όλες τις παραµέτρους σε βάθος προοπτικής, µια δικοινοτική-διζωνική οµοσπονδία, που λίγο έως πολύ θα έχει θεσµική αναφορά σε ένα νέο πλαίσιο τύπου Ανάν. Αρα, επί του παρόντος ουσιαστικά µιλάµε για στρατηγική αµηχανία.
Οι περιφερειακές συνθήκες είναι σε φάση βίαιης αναδιάταξης και οι επόµενοι συσχετισµοί στη βάση των νέων συµµαχιών µπορεί να προσφέρουν καλύτερες ευκαιρίες. Χειρότερες, όµως, δύσκολο...
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Ο Ν. Χριστοδουλίδης την Τετάρτη είχε συνάντηση µε τον απερχόµενο πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στο Οβάλ Γραφείο, αλλά µε παρόντες µια σειρά από υψηλούς αξιωµατούχους. Τον υπουργό Εξωτερικών, Μπλίνκεν, τον σύµβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Σάλιβαν, και αρµόδιους για τα θέµατα που κυριάρχησαν στην ατζέντα: ασφάλεια, ενέργεια, άµυνα, τεχνολογίες. Ολο το «πακέτο», δηλαδή, που αφορά τις εθνικές προτεραιότητες της Κύπρου. Παράλληλα, από τα θέµατα περιοχής ξεχωρίζει η συζήτηση για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, που, σύµφωνα µε το Ισραήλ, ως διαδικασία µπορεί να εξελιχθεί µέσω Κύπρου και µάλλον µε τη συµβολή συγκεκριµένης αµερικανικής ΜΚΟ, ειδικευµένης σε τέτοιου τύπου, δυσχερείς εκ των συνθηκών, διανοµές.
Το γεγονός ότι ο προηγούµενος Πρόεδρος της Κύπρου που προσκλήθηκε στον Λευκό Οίκο ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον το µακρινό 1996, δείχνει το εύρος της ιστορικότητας της συνάντησης. Είναι φανερό ότι η ελεύθερη και µόνη αναγνωρισµένη Κύπρος, µε πρωτεύουσα τη Λευκωσία, υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, παρά τη διατήρηση της κατοχής των βόρειων εδαφών του νησιού από τις τουρκικές ένοπλες δυνάµεις, µπαίνει σε µια άλλη εποχή από πλευράς ισχύος, επιρροής και, προπάντων, ασφάλειας. Η στρατηγική σχέση µε τις ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι δίνει εγγυήσεις ασφαλείας και στενής συνεργασίας µε τους Αµερικανούς, ισότιµης, αν όχι ανώτερης, γιατί έχει τον χαρακτήρα «στενού συµµάχου», µε εκείνη της ένταξης στο ΝΑΤΟ, που για εύλογες σκοπιµότητες «µπλοκάρει» η Τουρκία.
Οι απειλές του -θανόντος πλέον- ηγέτη της «Χεζµπολάχ» Νασράλα σε βάρος της ασφάλειας του -άοπλου, ουσιαστικά, από πλευράς εθνικής άµυνας- νησιού της Ευρώπης, τις οποίες επικύρωσε ως απειλές ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, διευρύνοντας µάλιστα τη ζώνη-στόχο της ισλαµικής τροµοκρατίας και στο ελληνικό αρχιπέλαγος του Αιγαίου, δεν θα είναι καθόλου εύκολο να υλοποιηθούν στο µέλλον, όποια και αν είναι η κατάσταση και η πορεία µετάβασης σε στρατιωτικές συγκρούσεις στη ζώνη της Μέσης Ανατολής-Β. Αφρικής.
Παράλληλα µε αυτές τις τόσο σηµαντικές εξελίξεις στην Ουάσινγκτον, κινείται ο διάλογος µέσω ΟΗΕ για τη λύση της κατάστασης κατοχής από την Τουρκία του βόρειου τµήµατος και την αποκατάσταση της ενότητας, της νοµιµότητας και της θεσµικής συνοχής, στη βάση και του ευρωπαϊκού κεκτηµένου, στην κυπριακή επικράτεια. Οι συζητήσεις αυτές, όπως διεφάνη και από το πρώτο, µάλλον ανεπίσηµο, γεύµα µε πρόσκληση του γ.γ. του ΟΗΕ, Γκουτέρες, στους Χριστοδουλίδη και Ταλάτ -επίσηµο εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων-, µάλλον «καρκινοβατούν».
Οι θέσεις των δύο πλευρών είναι αφετηριακά διαφορετικές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά µιλά στη βάση µιας οµοσπονδίας, διζωνικής-δικοινοτικής, στο νησί, µε αποχώρηση των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων κατοχής, και η τουρκοκυπριακή -ουσιαστικά τουρκική- για δύο ξεχωριστά κράτη, που µπορεί και να αποτελέσουν συνοµοσπονδία εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της οποίας η Κύπρος είναι µέλος. Πολλοί µιλούν για την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού σε όσο το δυνατόν πιο σύντοµο διάστηµα. Κινούνται ουσιαστικά στην «πεπατηµένη» για µισό αιώνα.
Οι συνθήκες, όµως, τώρα έχουν αλλάξει, ακόµα και από τη δεκαετία του 2000, όταν στο πλαίσιο της τότε διεύρυνσης της Ε.Ε. εντάχτηκε στο γκρουπ και η Κύπρος. Πολύ περισσότερο από την εποχή του Μακαρίου. Η Κύπρος έχει συµµάχους. Γεωπολιτικούς, στρατηγικούς, λειτουργικούς. Πέραν της Ελλάδας, που δεν µπορεί να καλύψει σε απόλυτα µεγέθη εθνικής ασφάλειας την Κύπρο. Εχει το Ισραήλ στενό σύµµαχο, έχει αραβικές χώρες, µεταξύ αυτών φυσικά την Αίγυπτο, και τώρα πλέον συνδέεται όλο και πιο στενά µε τις ΗΠΑ. Η Κύπρος είναι ∆ύση και όχι χαµένη στον πλανήτη των «αδεσµεύτων», όπου πλέον κινείται η Τουρκία. Αρα, µήπως η καλύτερη λύση του Κυπριακού είναι η µη λύση επί του παρόντος; Αν, δηλαδή, αφεθούν οι διεθνείς και περιφερειακές συνθήκες να εξελιχτούν, µήπως οι λύσεις για τη Λευκωσία θα είναι καλύτερες και πιο εποικοδοµητικές από τις παρούσες; Οπου σήµερα τελικά οι Ελληνοκύπριοι δεν επιθυµούν τη διχοτόµηση σε δύο κράτη. Αλλά ούτε τους συµφέρει, αν δούµε όλες τις παραµέτρους σε βάθος προοπτικής, µια δικοινοτική-διζωνική οµοσπονδία, που λίγο έως πολύ θα έχει θεσµική αναφορά σε ένα νέο πλαίσιο τύπου Ανάν. Αρα, επί του παρόντος ουσιαστικά µιλάµε για στρατηγική αµηχανία.
Οι περιφερειακές συνθήκες είναι σε φάση βίαιης αναδιάταξης και οι επόµενοι συσχετισµοί στη βάση των νέων συµµαχιών µπορεί να προσφέρουν καλύτερες ευκαιρίες. Χειρότερες, όµως, δύσκολο...
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά