Οι διαµορφωτές της στρατηγικής της Ελλάδας στη διεθνή πολιτική παραδοσιακά βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ακτή παρακολουθώντας είτε περισσότερο είτε λιγότερο τη γαλλική ή γερµανική οπτική.

Για παράδειγµα, οι περίοδοι διακυβέρνησης Καραµανλή είχαν σαν άξονα τη γαλλική καχυποψία στον Ατλαντισµό, που τη βάφτιζαν «ευρωπαϊσµό». Η περίοδος Σηµίτη και των σοσιαλδηµοκρατών, µε σοβαρή όµως επιρροή σε κύκλους της Κεντροδεξιάς, δεν είχε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τον γερµανικό ηγεµονισµό στην Ένωση, που και πάλι ονόµαζε «ευρωπαϊσµό».

Την τελευταία δεκαπενταετία, µε κυβερνήσεις από εκείνες της συνοχής την εποχή των µνηµονίων (την πρώτη αριστερή συνασπισµού ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και την αυτοδύναµη διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019), η στροφή προς την αµερικανική οπτική για τη διεθνή και περιφερειακή πολιτική και τον ευρωπαϊκού τύπου «ατλαντισµό» έφερε σοβαρά αποτελέσµατα στην ισχύ και το προφίλ της χώρας στη γεωπολιτική βάση, µέσω της ειδικής αναβαθµισµένης σχέσης µε τις ΗΠΑ. Η πορεία αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά από τη δεύτερη θητεία Οµπάµα στον Λευκό Οίκο, συνεχίστηκε -για να µην πούµε σηµείωσε «άλµα» την περίοδο της προεδρίας Τραµπ- πάνω στις ράγες που είχαν προδιαγραφεί και εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, ενός προέδρου που είχε παγιωµένες στενές σχέσεις µε την ελληνική παροικία στην άλλη όχθη του ωκεανού.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αναβάθµισε τη θέση της στη ∆ύση µε αφορµή τους πολέµους που προέκυψαν τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα, ενώ, µε τη σταθερότητα της εξέλιξης στο πρόγραµµα της µεταµνηµονιακής προσαρµογής που έχει συµφωνήσει µε τις δοµές της ΕΕ, εµπέδωσε µια σοβαρότητα και συνέπεια στην ευρωπαϊκή της συµµετοχή. Στα χρόνια αυτά, που η γερµανική κυριαρχία στην Ευρώπη υποχώρησε εξαιτίας των λανθασµένων παραµέτρων στη γερµανική στρατηγική, η Ελλάδα συνέχισε να παρακολουθεί τη γαλλική πολιτική της εποχής του Μακρόν, χωρίς να χάνει τον βηµατισµό της στην αναβάθµιση της συµµαχίας της µε τις ΗΠΑ, αλλά και την ενίσχυση των ρόλων και της παρουσίας της στη σχέση µε Ισραήλ, Αίγυπτο και τα κράτη των Αράβων στην Ανατολή.

Το «µείγµα» αυτό διεθνούς πολιτικής εντός της ∆ύσης εξυπηρέτησε τις εθνικές προτεραιότητες, όπως και η σαφής και θαρραλέα τοποθέτηση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεµο που εξελίσσεται και σήµερα. Η παρουσία µάλιστα της Ελλάδας µε πολεµικά πλοία στην Ερυθρά και ανοιχτά του Λιβάνου σε συµµαχικές αποστολές δεν αποτελεί µόνον µια επίδειξη σηµαίας αλλά και τη συµµετοχή ενός ένοπλου ναυτικού έθνους µε τεράστια ιστορική παράδοση στη θάλασσα, τόσο στον πόλεµο όσο και στην ειρήνη, σε συνδυασµό µε τον όγκο του κυρίαρχου εµπορικού στόλου της ∆ύσης απέναντι στην υπερδύναµη Κίνα.

Σήµερα πλέον, περιµένοντας το αποτέλεσµα της επιλογής των Αµερικανών πολιτών και εκλεκτόρων για την επόµενη ηγεσία τους, η Ελλάδα, έχοντας συµπληρώσει τους στρατιωτικούς εξοπλισµούς της ως προς την προοπτική της, είναι αρκετά οργανωµένη για να συµµετάσχει µε προδιαγραφές στο επόµενο power game, που είναι περισσότερο αναδιάταξη -ή µήπως διάταξη;- δυνάµεων εντός πλέον της ∆ύσης. Σε σχέση µε τον ανταγωνισµό ΗΠΑ - Κίνας η Ελλάδα πήρε καθαρή θέση, ακόµη και σε σύγκριση µε κεντρικές δυνάµεις της Ευρώπης. Στον πόλεµο στην Ουκρανία επίσης. Ενώ στην Ανατολή η στάση της υπήρξε πιο φοβική, αλλά τελικά ορατή ως προς τις συµµαχίες της Μεσογείου και των «συµφωνιών του Αβραάµ». Στην παρούσα πλέον φάση έχει να υπολογίσει και να εξελίξει στρατηγική στους ανταγωνισµούς που θα κλιµακωθούν εντός της ∆ύσης.

Ο λόγος για τον νέο «ατλαντισµό» µεταξύ Ευρώπης - ΗΠΑ. ∆ύσκολο «σκάκι», αν και η Ελλάδα από τα χρόνια της χρεοκοπίας έχει τη µατιά της µακριά στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Με την αίρεση πάντα του γαλλικού συσχετισµού. Κάποιοι εξακολουθούν να ετεροκαθορίζουν την Ελλάδα στην εξάρτησή της µε την Τουρκία. Αυτοί έχουν χάσει τη νέα φάση της ιστορίας...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 5/11/2024