Στην επιλογή του εκάστοτε Προέδρου της ∆ηµοκρατίας βαρύνουσα γνώµη έχει αυτή του πρωθυπουργού και επικεφαλής της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο.

Μετά τις διάφορες αναθεωρήσεις του Συντάγµατος του 1975, οι αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας είναι περιορισµένες και πρόσφατα δεν συµπαρασύρει η εκλογή του, εφόσον δεν συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, τη χώρα σε πρόωρες, αναγκαστικές εκλογές.

Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, παρά το γεγονός ότι επιδιώκεται, άσχετα µε τις εποχές και τις συγκυρίες, να συγκεντρώνει ενισχυµένη συναίνεση από όλες ή τουλάχιστον τις περισσότερες πτέρυγες στο Κοινοβούλιο, µπορεί πλέον να εκλεγεί ακόµα και µε 151 ψήφους. Απλή πλειοψηφία. Η συνήθης συζήτηση στο παρασκήνιο και στο πολιτικό προσκήνιο έχει έναν κοινωνικό χαρακτήρα, µε αναφορές σε συµβολισµούς πολιτειακούς, που τελικά µάλλον ανούσιοι είναι, αφού οι περισσότεροι Πρόεδροι της ∆ηµοκρατίας είναι πρώην πολιτικοί ή πρώην δικαστικοί.

Η θεσµική οντότητα του αξιώµατος διατηρεί πάντως την κρίσιµη σοβαρότητά της, αφού εκπροσωπεί ως υψηλός αξιωµατούχος την ενιαία βούληση και εκπροσώπηση του ελληνικού εθνικού κράτους. Μέχρι σήµερα η συζήτηση για την επιλογή του επόµενου Προέδρου της ∆ηµοκρατίας έχει περιορισµένη αξία από πλευράς πολιτικής και διπλωµατίας, αφού ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας δεν διατηρεί ούτε σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής ή άµυνας βαρύνουσα γνώµη, αλλά µόνον τυπική εκπροσώπηση της χώρας.

Ολα αυτά µέχρι τώρα. Στην προκειµένη περίπτωση, η σηµασία της επιλογής του επόµενου Προέδρου της ∆ηµοκρατίας αποκτά µια ασυνήθιστη αξία. Κι αυτό γιατί βρισκόµαστε σε ένα κατώφλι της Ιστορίας, µετεξέλιξης του παγκόσµιου συσχετισµού, µε εµπροσθοβαρή σηµασία στα επόµενα τέσσερα χρόνια, µετά την απόλυτη κυριαρχία Τραµπ στη διακυβέρνηση των ΗΠΑ.

Η Ελλάδα δείχνει πολύ ασφαλής µέσα στη στρατηγική που έχει χαραχθεί και έχει στηριχθεί στις πρακτικές τόσο της προηγούµενης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., µε πρωθυπουργό τον Τσίπρα, όσο πολύ περισσότερο και µε ασφάλεια στα χρόνια διακυβέρνησης της Κεντροδεξιάς υπό την ηγεσία Μητσοτάκη. Με τη φράση στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», µε αφορµή τον πόλεµο στην Ουκρανία, επαναδιατυπώνονται τα βασικά δόγµατα και οι άξονες της διεθνούς πολιτικής της Ελλάδας, εναρµονισµένης µε πολύ πιο ώριµο και ουσιαστικό τρόπο µε το παλαιό «ανήκοµεν εις την ∆ύσιν».

Οι κεντρικές και περιφερειακές πολιτικές της χώρας θα πρέπει να εξυπηρετηθούν στον µέγιστο βαθµό σε συνθήκες παγκόσµιου ανταγωνισµού δυνάµεων ανάµεσα στην ασιατική Ανατολή και στην υπό διαµόρφωση ολιστική ∆ύση, αλλά και στους συσχετισµούς ισχύος και επιβολής που προκύπτουν εντός της ∆ύσης, αλλά και στην περιφέρεια της αναδυόµενης Ανατολής των BRICS. Οσο αισιόδοξη έχει κάθε λόγο να νιώθει η Ελλάδα για τις δυνατότητες και την προοπτική της σε αυτόν τον νέο κόσµο που θα προκύψει, θα προηγηθεί επί της ουσίας ένας πόλεµος… εν ειρήνη.

Οι εντάσεις, οι προκλήσεις, οι τακτικισµοί και το υψηλών προδιαγραφών «forecast» που θα επικρατήσουν, καθορίζοντας εν πολλοίς τη θέση ισχύος, επιρροής και ευηµερίας στο εξωτερικό και το εσωτερικό της Ελλάδος, προϋποθέτουν ο επόµενος Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας να µην είναι ένα περίπου «διακοσµητικό» πρόσωπο, που θα µιλά µε ευχολόγια για την παγκόσµια ειρήνη και την εσωτερική συνοχή. Αλλά να συµµετέχει µε προϋποθέσεις σε διεθνείς διασκέψεις και σε διµερείς επαφές σε επίπεδο αρχηγών κρατών, όπου εκ της θέσης του θα συµµετέχει.

Αυτό δεν σηµαίνει ότι θα έχει παράλληλη πολιτική και επιλογές από τον πρωθυπουργό. Αλλά ότι θα υπάρχει τέτοιος συντονισµός µεταξύ τους που θα διευκολυνθούν και θα πολλαπλασιασθούν τα περιθώρια χειρισµών και επαφών της Ελλάδας.

Σηµειωτέον ότι τα µέτωπα ποικίλλουν. Αλλο το ευρωπαϊκό, που θα εξάγει σηµαντικές και δοµικές κρίσεις σε όλα τα επίπεδα -και το οικονοµικό, εµπορικό-, άλλο το µεσογειακό, που τελικά θα καλύψει και τα Ελληνοτουρκικά και από αυτό θα προκύψουν ουσιαστικά νικητές και ηττηµένοι, οι ελληνοαµερικανικές σε πολλά επίπεδα συνεργασίες και όχι µόνο στην άµυνα ή στα δίκτυα, τα βαλκανικά θέµατα που συνδέονται µε την Ανατολική Ευρώπη και τη Βαλτική, το αφρικανικό «άνοιγµα», που θα γίνει ζητούµενο, και φυσικά το πλέγµα των διµερών επαφών µεταξύ κρατών, εντός και εκτός Ευρώπης.

Σε όλα αυτά τα επίπεδα ο πρωθυπουργός, ο οποίος έχει και την ευθύνη των περίπλοκων εσωτερικών ζητηµάτων, που θα επηρεαστούν από τις παγκόσµιες αναταράξεις, πριν βρεθεί σηµείο ισορροπίας, θα πρέπει να έχει στήριξη πολιτειακού χαρακτήρα. Και αυτή δεν µπορεί να είναι άλλη από εκείνη του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, χωρίς να υπολογίζουµε τις αρµόδιες κυβερνητικές ηγεσίες στα υπουργεία και ενδεχοµένως ειδικούς απεσταλµένους που θα διορίσει ο κ. Μητσοτάκης.

Υπό την έννοια αυτή, από τα πρόσωπα που ακούγονται για την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας για την επόµενη πολυτάραχη πενταετία, όπως οι Τασούλας, Στουρνάρας, Βενιζέλος (που φέρεται ότι θα προτείνει το ΠΑΣΟΚ), Αγγελοπούλου ή η κυρία Σακελλαροπούλου για µια δεύτερη θητεία, µόνον ο σηµερινός υπουργός Αµυνας και πρώην υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, κ. Ν. ∆ένδιας, έχει την εµπειρία, την πρακτική αντίληψη, τη γνώση των διεθνών συσχετισµών και τη δοκιµασµένη συνεργασία µε τον πρωθυπουργό για να αναλάβει αυτή την αποστολή.

Φυσικά, ο πρωθυπουργός θα έχει τη βαρύνουσα άποψη και ο κ. ∆ένδιας, από την άλλη, µπορεί να έχει στον σχεδιασµό του να παραµείνει στην ενεργό πολιτική, όµως οι συνθήκες και οι παράµετροι θα πρέπει να συνυπολογισθούν και να επηρεάσουν την επιλογή και εκλογή.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά