Τέλος ανοχής, τέλος εποχής
Άρθρο γνώμης
Ο Σαµαράς θέλησε να καταστεί επιτηρητής του Μητσοτάκη, φυσικά ο πρωθυπουργός δεν θα µπορούσε να ανεχθεί κάτι τέτοιο
Φυσικά και ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Νέας ∆ηµοκρατίας κ. Α. Σαµαράς, ουσιαστικά βουλευτής Μεσσηνίας, επεδίωξε τη διαγραφή του. ∆εν είχε περιθώρια ο πρωθυπουργός µετά τη συνέντευξή του στο χθεσινό «Βήµα» να κάνει κάτι διαφορετικό.
Ο κ. Σαµαράς, κορυφώνοντας την επικριτική στάση του σε σχέση µε βασικές πολιτικές του κόµµατος στο οποίο ανήκε, αλλά και αµφισβητώντας ευθέως τον πατριωτισµό του υπουργού Εξωτερικών, της κυβέρνησης και φυσικά του πρωθυπουργού, όπως σχολίασε σχετικά ο υπουργός Επικρατείας κ. Βορίδης, προδιέγραψε την πορεία των πραγµάτων. Ο κ. Σαµαράς αν ήθελε πράγµατι να προσεγγίσει κρίσιµα ζητήµατα ως πρώην πρωθυπουργός, όπως και αυτό του διαλόγου Ελλάδας - Τουρκίας, θα µπορούσε να µην είναι απαξιωτικός αλλά εποικοδοµητικός. Για παράδειγµα, αναφέρει στη συνέντευξή του σε ένα σηµείο ότι σύµµαχοι για την Ελλάδα είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος στην περιοχή και όχι η Τουρκία, άρα δεν µπορούµε να αντιµετωπίζουµε την Τουρκία έξω από αυτό το πλαίσιο, µε δεδοµένο ότι η ένταση µεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας κλιµακώνεται.
Θα ήταν µια προσέγγιση σοβαρή από την πλευρά του και στη βάση της εµπειρίας που έχει σε θέµατα διεθνούς πολιτικής και οικονοµίας. Όµως ο κ. Σαµαράς όπως πάντα στην ιστορία του δεν θέλει να είναι δηµιουργικός και συνεκτικός αλλά πολωτικός και διχαστικός.
Πρόκειται για έναν πολιτικό υψηλών προσδοκιών αλλά περιορισµένου εύρους αποτελέσµατος στον κυβερνητισµό. Ανέλαβε σειρά από υψηλής σηµασίας πόστα -υπουργός Οικονοµικών, υπουργός Εξωτερικών, πρωθυπουργός-, αλλά ποτέ δεν δικαίωσε τις µαζικές προσδοκίες που υπήρχαν στο πρόσωπό του. Ούτε παλιά τη δεκαετία του 1990, όταν έκλεισε τη διεθνή πολιτική της Ελλάδας στο επιµέρους θέµα των Σκοπίων -για την αναγνώριση της FYROM ο ίδιος ως υπουργός είχε σηκώσει θετικά το χέρι στην κρίσιµη ευρωπαϊκή διάσκεψη-, ενώ στο τραπέζι βρίσκονταν διεργασίες για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που άλλαξε την Ευρώπη και ο βαλκανικός συσχετισµός µετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ούτε αφού ανέλαβε το 2009-2010 την ηγεσία της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και ενόψει της επερχόµενης χρεοκοπίας θα έπρεπε να αποδεχθεί την πρόταση Γ. Παπανδρέου για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, συµβάλλοντας µε τις γνώσεις και την εµπειρία του αλλά και σε κλίµα εθνικής συνεννόησης στην ανάσχεση των χειρότερων για τους Έλληνες πολίτες και την πατρίδα. Αντ’ αυτού κίνησε τις διεργασίες µε τέτοιο τρόπο στις διαδοχικές κυβερνήσεις και σε εκείνη του Λ. Παπαδήµου µε µοναδική πυξίδα να βρεθεί πρωθυπουργός.
Ακόµη και σήµερα, στο τέλος του πολιτικού δρόµου για αυτόν, µε τις γεωπολιτικές και οικονοµικές προκλήσεις για την Ελλάδα, την Ευρώπη και το διεθνές σύστηµα περίπλοκες, παρέµεινε αφόρητα µικροπολιτικός, σχεδόν πολιτικά µικρονοϊκός. Τι θέλησε ουσιαστικά ο Σαµαράς; Το γνωστό. Να καταστεί επιτηρητής του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία, ανευθυνοϋπεύθυνος όπως πάντα. Να διορίζει αυτούς που επιθυµεί υπουργούς και επιτελείς και να αναγνωρίζεται ως δεσπόζων ηθικός παράγων διακυβέρνησης της χώρας. Φυσικά ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα µπορούσε να ανεχθεί κάτι τέτοιο και, παρά την ανοχή του πρωθυπουργού την τελευταία τριετία, τελικά υπήρξε η επιβεβληµένη απόφαση για τη διαγραφή του.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι εµµονές του Α. Σαµαρά είναι τέτοιες που δεν έλαβε υπόψη του σε όσα είπε στη συνέντευξη στο «Βήµα» ούτε την προ ολίγων ηµερών τοποθέτηση Μητσοτάκη στη συζήτηση µε Μπρικνέρ για τη woke ατζέντα ούτε την κατάληξη της τελευταίας συνάντησης Γεραπετρίτη - Φιντάν, που δεν δικαιολογεί τις τόσο επιθετικές ενστάσεις που προέβαλε ο πρώην πρωθυπουργός.
Επίσης ότι δεν ένιωσε την ανάγκη ο κ. Σαµαράς να προχωρήσει σε κάποιες αρχικές έστω προσεγγίσεις και εκτιµήσεις για την περίοδο Τραµπ που ξεκινά, για την επόµενη µέρα στα µέτωπα των πολέµων και για την κατάσταση στην Ευρώπη µπροστά στο ενδεχόµενο ενός εµπορικού πολέµου µε τις ΗΠΑ. Ο πολιτικός κύκλος του Α. Σαµαρά κλείνει µε έναν κρότο που µάλλον ακούγεται ως λυγµός για τις χαµένες προσδοκίες προς το πρόσωπό του.
Καληνύχτα και καλή τύχη λοιπόν…
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»
Ο κ. Σαµαράς, κορυφώνοντας την επικριτική στάση του σε σχέση µε βασικές πολιτικές του κόµµατος στο οποίο ανήκε, αλλά και αµφισβητώντας ευθέως τον πατριωτισµό του υπουργού Εξωτερικών, της κυβέρνησης και φυσικά του πρωθυπουργού, όπως σχολίασε σχετικά ο υπουργός Επικρατείας κ. Βορίδης, προδιέγραψε την πορεία των πραγµάτων. Ο κ. Σαµαράς αν ήθελε πράγµατι να προσεγγίσει κρίσιµα ζητήµατα ως πρώην πρωθυπουργός, όπως και αυτό του διαλόγου Ελλάδας - Τουρκίας, θα µπορούσε να µην είναι απαξιωτικός αλλά εποικοδοµητικός. Για παράδειγµα, αναφέρει στη συνέντευξή του σε ένα σηµείο ότι σύµµαχοι για την Ελλάδα είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος στην περιοχή και όχι η Τουρκία, άρα δεν µπορούµε να αντιµετωπίζουµε την Τουρκία έξω από αυτό το πλαίσιο, µε δεδοµένο ότι η ένταση µεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας κλιµακώνεται.
Θα ήταν µια προσέγγιση σοβαρή από την πλευρά του και στη βάση της εµπειρίας που έχει σε θέµατα διεθνούς πολιτικής και οικονοµίας. Όµως ο κ. Σαµαράς όπως πάντα στην ιστορία του δεν θέλει να είναι δηµιουργικός και συνεκτικός αλλά πολωτικός και διχαστικός.
Πρόκειται για έναν πολιτικό υψηλών προσδοκιών αλλά περιορισµένου εύρους αποτελέσµατος στον κυβερνητισµό. Ανέλαβε σειρά από υψηλής σηµασίας πόστα -υπουργός Οικονοµικών, υπουργός Εξωτερικών, πρωθυπουργός-, αλλά ποτέ δεν δικαίωσε τις µαζικές προσδοκίες που υπήρχαν στο πρόσωπό του. Ούτε παλιά τη δεκαετία του 1990, όταν έκλεισε τη διεθνή πολιτική της Ελλάδας στο επιµέρους θέµα των Σκοπίων -για την αναγνώριση της FYROM ο ίδιος ως υπουργός είχε σηκώσει θετικά το χέρι στην κρίσιµη ευρωπαϊκή διάσκεψη-, ενώ στο τραπέζι βρίσκονταν διεργασίες για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που άλλαξε την Ευρώπη και ο βαλκανικός συσχετισµός µετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ούτε αφού ανέλαβε το 2009-2010 την ηγεσία της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και ενόψει της επερχόµενης χρεοκοπίας θα έπρεπε να αποδεχθεί την πρόταση Γ. Παπανδρέου για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, συµβάλλοντας µε τις γνώσεις και την εµπειρία του αλλά και σε κλίµα εθνικής συνεννόησης στην ανάσχεση των χειρότερων για τους Έλληνες πολίτες και την πατρίδα. Αντ’ αυτού κίνησε τις διεργασίες µε τέτοιο τρόπο στις διαδοχικές κυβερνήσεις και σε εκείνη του Λ. Παπαδήµου µε µοναδική πυξίδα να βρεθεί πρωθυπουργός.
Ακόµη και σήµερα, στο τέλος του πολιτικού δρόµου για αυτόν, µε τις γεωπολιτικές και οικονοµικές προκλήσεις για την Ελλάδα, την Ευρώπη και το διεθνές σύστηµα περίπλοκες, παρέµεινε αφόρητα µικροπολιτικός, σχεδόν πολιτικά µικρονοϊκός. Τι θέλησε ουσιαστικά ο Σαµαράς; Το γνωστό. Να καταστεί επιτηρητής του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία, ανευθυνοϋπεύθυνος όπως πάντα. Να διορίζει αυτούς που επιθυµεί υπουργούς και επιτελείς και να αναγνωρίζεται ως δεσπόζων ηθικός παράγων διακυβέρνησης της χώρας. Φυσικά ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα µπορούσε να ανεχθεί κάτι τέτοιο και, παρά την ανοχή του πρωθυπουργού την τελευταία τριετία, τελικά υπήρξε η επιβεβληµένη απόφαση για τη διαγραφή του.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι εµµονές του Α. Σαµαρά είναι τέτοιες που δεν έλαβε υπόψη του σε όσα είπε στη συνέντευξη στο «Βήµα» ούτε την προ ολίγων ηµερών τοποθέτηση Μητσοτάκη στη συζήτηση µε Μπρικνέρ για τη woke ατζέντα ούτε την κατάληξη της τελευταίας συνάντησης Γεραπετρίτη - Φιντάν, που δεν δικαιολογεί τις τόσο επιθετικές ενστάσεις που προέβαλε ο πρώην πρωθυπουργός.
Επίσης ότι δεν ένιωσε την ανάγκη ο κ. Σαµαράς να προχωρήσει σε κάποιες αρχικές έστω προσεγγίσεις και εκτιµήσεις για την περίοδο Τραµπ που ξεκινά, για την επόµενη µέρα στα µέτωπα των πολέµων και για την κατάσταση στην Ευρώπη µπροστά στο ενδεχόµενο ενός εµπορικού πολέµου µε τις ΗΠΑ. Ο πολιτικός κύκλος του Α. Σαµαρά κλείνει µε έναν κρότο που µάλλον ακούγεται ως λυγµός για τις χαµένες προσδοκίες προς το πρόσωπό του.
Καληνύχτα και καλή τύχη λοιπόν…
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»