Οι προσδοκίες της Ελλάδας και η περίπτωση Σαμαρά
Άρθρο γνώμης
Ο πρώην πρωθυπουργός προέρχεται, ας µην το ξεχνούν κάποιοι επιπόλαιοι, από την πολιτική γενιά της "καµένης γης»"
Η συνέντευξη Σαµαρά και η αναγκαστική, εκ των συνθηκών που προκάλεσε, διαγραφή του από το κόµµα της Νέας ∆ηµοκρατίας γυρίζουν την Ελλάδα σε επίπεδο πολιτικών αναµνήσεων τριάντα χρόνια πίσω. Αυτή, προφανώς, ήταν και η επιδίωξη του βουλευτή Μεσσηνίας και πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του κόµµατος: να φέρει τις συνθήκες στα µέτρα του.
Μια ερµητική Ελλάδα, µε πολλές αναταράξεις στο εσωτερικό της, ενώ η παγκόσµια διάταξη δυνάµεων και ζωνών επιρροής βρίσκεται υπό διαµόρφωση... Το ίδιο είχε και κάνει όταν συζητείτο στην Ευρώπη, µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου, η παγκόσµια ηγεµονία της ∆ύσης και των ΗΠΑ και η νέα βαλκανική διάταξη σε κράτη, σύνορα και συσχετισµούς συµφερόντων. Αυτό δεν συµβαίνει επειδή ο κ. Σαµαράς θέλει να δηµιουργήσει αποπροσανατολισµό ή να ναρκοθετήσει την ισχύ και τη θέση της Ελλάδας σε κρίσιµες ιστορικές καµπές που την αφορούν. Απλώς δεν παρακολουθεί τα διεθνή δρώµενα, πέρα από τις εµµονές στον µικρόκοσµό του και την πολιτική του παρασκηνίου πέριξ της Πλατείας Συντάγµατος.
Στην παρούσα φάση, για παράδειγµα, είναι εµφανές ότι ο κ. Σαµαράς επιθυµεί να ανατρέψει την πολιτική σταθερότητα της διακυβέρνησης στην Ελλάδα, αφού, ενθαρρυµένος από τη θριαµβευτική εκλογή στις ΗΠΑ, µεταφράζει κατά το δοκούν τις συνθήκες, θεωρώντας ότι η δεξιά στροφή στη ∆ύση θα του δώσει µια δεύτερη ευκαιρία να βρεθεί στην πρωθυπουργία. ∆εν είναι ότι ο Σαµαράς δεν είχε αναδείξει την αντι-woke κουλτούρα όταν έπρεπε. Είναι το πώς µεταφράζει υπέρ της προσωπικής του µαταιοδοξίας τις συνθήκες και το εθνικό συµφέρον. Πού στοχεύει ο Σαµαράς; Αυτό είναι το ερώτηµα που κυριαρχεί, και λογικά.
Παρακολουθώντας καιροσκοπικά τις δηµοσκοπήσεις που δείχνουν τη Νέα ∆ηµοκρατία να υπολείπεται του εαυτού της έναντι προηγούµενων ετών, υπολογίζει ότι, αναδεικνύοντας µια εθνική ατζέντα µε βάση ένα ουσιαστικά ανύπαρκτο θέµα, όπως οι παραχωρήσεις προς την Τουρκία, θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση να αναλάβει πρωθυπουργός µετά τις επόµενες εκλογές, που φιλοδοξεί να τις φέρει όσο πιο κοντά σε σχέση µε το 2027, επικεφαλής µιας κυβέρνησης συνασπισµού Νέας ∆ηµοκρατίας και της µετεξέλιξης της Φωνής Λογικής της Λατινοπούλου, µε εφεδρεία τη «Νίκη» ή και ένα κόµµα Κασσελάκη µιας εθνικής Αριστεράς, εφόσον χρειάζεται. Κάτι, δηλαδή, σαν κυβέρνηση εθνικής ενότητας µέσα σε χάος, που θα του δώσει την ευκαιρία να κλείσει την πολιτική ιστορία του, η οποία τελικά µοιάζει µάλλον θλιβερή, µε τη διαχείριση της Ελλάδας χωρίς µνηµόνια, όπως η προηγούµενη θητεία του.
Το πρόβληµα, λοιπόν, µε την περίπτωση Σαµαρά δεν είναι πόσοι συµπαθούντες αυτόν βουλευτές της πλειοψηφίας θα ανεξαρτητοποιηθούν ή αν θα επιχειρήσει να επαναλάβει εγχειρήµατα όπως αυτό της Πολιτικής Ανοιξης. Το πιθανότερο είναι ότι αυτά δεν θα συµβούν. Ούτε ο Καραµανλής θα συσχετίσει την πολιτική persona του και το ιδρυτικό «σπίτι» της οικογένειας ως προς το κόµµα της Νέας ∆ηµοκρατίας µε τις «τρέλες» και τις εµµονές του Αντώνη Σαµαρά. Ηδη, άλλωστε, έχει διαχωρίσει τη θέση του σε σχέση µε την επίµαχη συνέντευξη. Το πρόβληµα είναι ότι ο Σαµαράς, ως ανεξάρτητος βουλευτής Μεσσηνίας στον παρόν Κοινοβούλιο, θα πρέπει να αναζητήσει την µοίρα του στο επόµενο, αφού δεν εκτιµούσε -αυτός και οι ελάχιστοι εναποµείναντες γύρω του- ότι ο Μητσοτάκης θα «τολµούσε» να διαγράψει πρώην πρωθυπουργό της Κεντροδεξιάς. Κι όµως, αυτό έγινε. Τουτέστιν, για να βρεθεί στη θέση του πρωθυπουργού, και πάλι σε κυβέρνηση συνασπισµού, θα πρέπει, λογικά, να αποκτήσει εκ νέου την κοινοβουλευτική ιδιότητα.
Αυτό είναι ένας «γρίφος» για τον ίδιο. Πέραν, όµως, αυτού, είναι βεβαιότητα ότι από εδώ και πέρα ο Σαµαράς θα επιχειρήσει να πετύχει «δολιοφθορά» στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο, διαχέοντας µε δηλώσεις και κινήσεις του ένα «άρωµα» πολιτικής αστάθειας και ρευστότητας για την Ελλάδα τόσο προς τη διεθνή αγορά του χρήµατος και τυχόν επενδυτές, σε συµµάχους και αντιπάλους στη γεωπολιτική σκακιέρα για τη χώρα, όσο και στα µεσοστρώµατα των πολιτών. Θα επιχειρήσει να δώσει ένα στίγµα προσωρινότητας στην κυβέρνηση και θα τονώσει, όσο µπορεί, το κλίµα προεκλογικής περιόδου διαρκείας, περιβάλλον που αποτελεί κίνδυνο για τα επόµενα χρόνια των ραγδαίων εξελίξεων και των ισχυρών ανταγωνισµών και σε επίπεδο Ευρώπης.
Ο κ. Σαµαράς δεν έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει «νάρκη» για το πολιτικό σκηνικό της χώρας σε επίπεδο διακυβέρνησης -αντιπολίτευση ούτως ή άλλως δεν υπάρχει-, αλλά αποτελεί µια αχρείαστη απειλή. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός και µε την παρουσία του στη συζήτηση και τις τοποθετήσεις του σε δύο εκδηλώσεις, την πρώτη του iefi merida µε τον κ. Μπρικνέρ και τη δεύτερη του Bloomberg, έχει κάνει τις κινήσεις του και τις επιλογές του ώστε να αποµονωθεί ο κίνδυνος Σαµαρά σε πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο. Οµως, και πολλοί άλλοι παράγοντες θα πρέπει να στηρίξουν την προοπτική της Ελλάδας και την προϋπόθεση της σταθερότητας για τα επόµενα χρόνια, που είναι κάτι παραπάνω από κρίσιµα για την εθνική προοπτική σε συνθήκες παγκόσµιας εθνικοποίησης των συµφερόντων και εκ νέου συνοµολόγησης διµερών και πολυµερών σχέσεων µε νέα δεδοµένα. Πολιτικοί, επιχειρηµατίες και µίντια έχουν τα δικά τους µερίδια ευθύνης για την κατάσταση της χώρας και για τα περιθώρια που έχει για µια οριστική αναβάθµισή της στη «νέα τάξη πραγµάτων», που ξεκίνησε από την πλήρη επικράτηση του αντι-συστηµικού Τραµπ στις ΗΠΑ.
Ο κ. Σαµαράς προέρχεται, ας µην το ξεχνούν κάποιοι επιπόλαιοι, από την πολιτική γενιά της «καµένης γης» και δεν πρέπει να του επιτραπεί να έχει οποιασδήποτε µορφής παρέµβαση ή επιρροή στην προοπτική της Ελλάδας, που κοιτά πλέον µόνον µπροστά και ψηλά, µε ρητή απόφαση των πολιτών της.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Μια ερµητική Ελλάδα, µε πολλές αναταράξεις στο εσωτερικό της, ενώ η παγκόσµια διάταξη δυνάµεων και ζωνών επιρροής βρίσκεται υπό διαµόρφωση... Το ίδιο είχε και κάνει όταν συζητείτο στην Ευρώπη, µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου, η παγκόσµια ηγεµονία της ∆ύσης και των ΗΠΑ και η νέα βαλκανική διάταξη σε κράτη, σύνορα και συσχετισµούς συµφερόντων. Αυτό δεν συµβαίνει επειδή ο κ. Σαµαράς θέλει να δηµιουργήσει αποπροσανατολισµό ή να ναρκοθετήσει την ισχύ και τη θέση της Ελλάδας σε κρίσιµες ιστορικές καµπές που την αφορούν. Απλώς δεν παρακολουθεί τα διεθνή δρώµενα, πέρα από τις εµµονές στον µικρόκοσµό του και την πολιτική του παρασκηνίου πέριξ της Πλατείας Συντάγµατος.
Στην παρούσα φάση, για παράδειγµα, είναι εµφανές ότι ο κ. Σαµαράς επιθυµεί να ανατρέψει την πολιτική σταθερότητα της διακυβέρνησης στην Ελλάδα, αφού, ενθαρρυµένος από τη θριαµβευτική εκλογή στις ΗΠΑ, µεταφράζει κατά το δοκούν τις συνθήκες, θεωρώντας ότι η δεξιά στροφή στη ∆ύση θα του δώσει µια δεύτερη ευκαιρία να βρεθεί στην πρωθυπουργία. ∆εν είναι ότι ο Σαµαράς δεν είχε αναδείξει την αντι-woke κουλτούρα όταν έπρεπε. Είναι το πώς µεταφράζει υπέρ της προσωπικής του µαταιοδοξίας τις συνθήκες και το εθνικό συµφέρον. Πού στοχεύει ο Σαµαράς; Αυτό είναι το ερώτηµα που κυριαρχεί, και λογικά.
Παρακολουθώντας καιροσκοπικά τις δηµοσκοπήσεις που δείχνουν τη Νέα ∆ηµοκρατία να υπολείπεται του εαυτού της έναντι προηγούµενων ετών, υπολογίζει ότι, αναδεικνύοντας µια εθνική ατζέντα µε βάση ένα ουσιαστικά ανύπαρκτο θέµα, όπως οι παραχωρήσεις προς την Τουρκία, θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση να αναλάβει πρωθυπουργός µετά τις επόµενες εκλογές, που φιλοδοξεί να τις φέρει όσο πιο κοντά σε σχέση µε το 2027, επικεφαλής µιας κυβέρνησης συνασπισµού Νέας ∆ηµοκρατίας και της µετεξέλιξης της Φωνής Λογικής της Λατινοπούλου, µε εφεδρεία τη «Νίκη» ή και ένα κόµµα Κασσελάκη µιας εθνικής Αριστεράς, εφόσον χρειάζεται. Κάτι, δηλαδή, σαν κυβέρνηση εθνικής ενότητας µέσα σε χάος, που θα του δώσει την ευκαιρία να κλείσει την πολιτική ιστορία του, η οποία τελικά µοιάζει µάλλον θλιβερή, µε τη διαχείριση της Ελλάδας χωρίς µνηµόνια, όπως η προηγούµενη θητεία του.
Το πρόβληµα, λοιπόν, µε την περίπτωση Σαµαρά δεν είναι πόσοι συµπαθούντες αυτόν βουλευτές της πλειοψηφίας θα ανεξαρτητοποιηθούν ή αν θα επιχειρήσει να επαναλάβει εγχειρήµατα όπως αυτό της Πολιτικής Ανοιξης. Το πιθανότερο είναι ότι αυτά δεν θα συµβούν. Ούτε ο Καραµανλής θα συσχετίσει την πολιτική persona του και το ιδρυτικό «σπίτι» της οικογένειας ως προς το κόµµα της Νέας ∆ηµοκρατίας µε τις «τρέλες» και τις εµµονές του Αντώνη Σαµαρά. Ηδη, άλλωστε, έχει διαχωρίσει τη θέση του σε σχέση µε την επίµαχη συνέντευξη. Το πρόβληµα είναι ότι ο Σαµαράς, ως ανεξάρτητος βουλευτής Μεσσηνίας στον παρόν Κοινοβούλιο, θα πρέπει να αναζητήσει την µοίρα του στο επόµενο, αφού δεν εκτιµούσε -αυτός και οι ελάχιστοι εναποµείναντες γύρω του- ότι ο Μητσοτάκης θα «τολµούσε» να διαγράψει πρώην πρωθυπουργό της Κεντροδεξιάς. Κι όµως, αυτό έγινε. Τουτέστιν, για να βρεθεί στη θέση του πρωθυπουργού, και πάλι σε κυβέρνηση συνασπισµού, θα πρέπει, λογικά, να αποκτήσει εκ νέου την κοινοβουλευτική ιδιότητα.
Αυτό είναι ένας «γρίφος» για τον ίδιο. Πέραν, όµως, αυτού, είναι βεβαιότητα ότι από εδώ και πέρα ο Σαµαράς θα επιχειρήσει να πετύχει «δολιοφθορά» στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο, διαχέοντας µε δηλώσεις και κινήσεις του ένα «άρωµα» πολιτικής αστάθειας και ρευστότητας για την Ελλάδα τόσο προς τη διεθνή αγορά του χρήµατος και τυχόν επενδυτές, σε συµµάχους και αντιπάλους στη γεωπολιτική σκακιέρα για τη χώρα, όσο και στα µεσοστρώµατα των πολιτών. Θα επιχειρήσει να δώσει ένα στίγµα προσωρινότητας στην κυβέρνηση και θα τονώσει, όσο µπορεί, το κλίµα προεκλογικής περιόδου διαρκείας, περιβάλλον που αποτελεί κίνδυνο για τα επόµενα χρόνια των ραγδαίων εξελίξεων και των ισχυρών ανταγωνισµών και σε επίπεδο Ευρώπης.
Ο κ. Σαµαράς δεν έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει «νάρκη» για το πολιτικό σκηνικό της χώρας σε επίπεδο διακυβέρνησης -αντιπολίτευση ούτως ή άλλως δεν υπάρχει-, αλλά αποτελεί µια αχρείαστη απειλή. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός και µε την παρουσία του στη συζήτηση και τις τοποθετήσεις του σε δύο εκδηλώσεις, την πρώτη του iefi merida µε τον κ. Μπρικνέρ και τη δεύτερη του Bloomberg, έχει κάνει τις κινήσεις του και τις επιλογές του ώστε να αποµονωθεί ο κίνδυνος Σαµαρά σε πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο. Οµως, και πολλοί άλλοι παράγοντες θα πρέπει να στηρίξουν την προοπτική της Ελλάδας και την προϋπόθεση της σταθερότητας για τα επόµενα χρόνια, που είναι κάτι παραπάνω από κρίσιµα για την εθνική προοπτική σε συνθήκες παγκόσµιας εθνικοποίησης των συµφερόντων και εκ νέου συνοµολόγησης διµερών και πολυµερών σχέσεων µε νέα δεδοµένα. Πολιτικοί, επιχειρηµατίες και µίντια έχουν τα δικά τους µερίδια ευθύνης για την κατάσταση της χώρας και για τα περιθώρια που έχει για µια οριστική αναβάθµισή της στη «νέα τάξη πραγµάτων», που ξεκίνησε από την πλήρη επικράτηση του αντι-συστηµικού Τραµπ στις ΗΠΑ.
Ο κ. Σαµαράς προέρχεται, ας µην το ξεχνούν κάποιοι επιπόλαιοι, από την πολιτική γενιά της «καµένης γης» και δεν πρέπει να του επιτραπεί να έχει οποιασδήποτε µορφής παρέµβαση ή επιρροή στην προοπτική της Ελλάδας, που κοιτά πλέον µόνον µπροστά και ψηλά, µε ρητή απόφαση των πολιτών της.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά