Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κύπρο, επικεφαλής ενός κλιµακίου 6 υπουργών και 7 υφυπουργών, για τη δεύτερη ∆ιακυβερνητική Σύνοδο σηµατοδοτεί την αφετηρία µιας νέας εποχής όχι µόνο για τη γεωπολιτική θέση των δύο χωρών του Ελληνισµού αλλά και για ενότητα της στρατηγικής µεταξύ τους.

Στην προκειµένη περίπτωση αυτό δεν είναι µια φλυαρία αλλά η πραγµατικότητα. Από την εποχή της ανεξαρτησίας της Κύπρου ως εθνικού κράτους σε σχέση µε το Ηνωµένο Βασίλειο ποτέ και σε καµία διεθνή συγκυρία δεν επετεύχθη αυτό που σήµερα καταγράφεται. Ελλάδα και Κύπρος να βρίσκονται διεθνοπολιτικά στο ίδιο στρατόπεδο.

Η Κύπρος ανήκε εµµονικά για παράδειγµα τις εποχές του Μακαρίου στο στρατόπεδο των «Αδεσµεύτων». Στον Τρίτο Κόσµο δηλαδή µε τα δεδοµένα του παλιού Ψυχρού Πολέµου, µε τους δύο πόλους, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Αντίθετα η Ελλάδα είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ µαζί µε την Τουρκία από τη δεκαετία του 1950 και µόνιµος στόχος της ήταν η ένταξή της στην ΕΟΚ, γεγονός που πέτυχε ήδη το 1980, αποτελώντας το 10ο κατά σειρά µέλος της κοινότητας.

Η Κύπρος από τη δεκαετία του 1990, όταν συζητείτο, υπό συνθήκες κατοχής πλέον στο βόρειο τµήµα της, απέκτησε διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, στο πλαίσιο της µεγάλης διεύρυνσης τότε, αλλά µέχρι και τα προηγούµενα χρόνια αποτελούσε χρηµατοοικονοµική βάση κεφαλαίων και εταιρειών της Ρωσίας, µε «µαύρα κεφάλαια» στο τραπεζικό της σύστηµα αλλά και χαρτοφυλάκια εταιρειών στα µεγάλα δικηγορικά της γραφεία, αφού πρόσφερε προνόµια περίπου offshore χώρας σε επιχειρηµατικά αλλά και «σκοτεινά» κεφάλαια.

Στην παρούσα φάση υπό τη διοίκηση Χριστοδουλίδη η Κύπρος έχει προσχωρήσει στο δυτικό στρατόπεδο σε ανάλογο επίπεδο µε την Ελλάδα, άσχετα αν η Τουρκία ασκεί βέτο για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Η αναβαθµισµένη σχέση µε τις ΗΠΑ, που εξελίσσεται, οι συγκλίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο όχι µόνο στο γεωπολιτικό πεδίο αλλά και στο ενεργειακό µε τις συµµαχικές χώρες στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, η πορεία της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης της έχουν δώσει ένα πολύ πιο ασφαλές περιβάλλον ισχύος. Φυσικά η Τουρκία προβάλλει µια στρατηγική δύο κρατών ως διαδικασία επίλυσης του καθεστώτος κατοχής στο βόρειο τµήµα της, αλλά το εγγύς µέλλον και ειδικά η κλιµάκωση ανάµεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ δίνει νέα δεδοµένα στην προοπτική.

Το πολύ σηµαντικό για την Κύπρο, που τη φέρνει σε απόλυτη ευθυγράµµιση µε τη στρατηγική της Ελλάδας και ειδικά µε τις κινήσεις και τις επιλογές της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι η αναβαθµισµένη σχέση της µε τις ΗΠΑ. Σειρά από αµερικανικές βάσεις σχεδιάζονται επί των ελεύθερων κυπριακών εδαφών και λιµανιών, ενώ η Ουάσινγκτον, θέλοντας να επιδείξει τη σηµασία που δίδει στην αναβάθµιση των σχέσεών της µε την Κύπρο, ελάχιστες ηµέρες πριν από τις αµερικανικές εκλογές διατράνωσε τη νέα στενή σχέση υποδεχόµενη στο Οβάλ Γραφείο -ο πρόεδρος Μπάιντεν και υψηλοί αξιωµατούχοι εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ-, πέραν των αρµοδίων υπουργών, τον Κύπριο Πρόεδρο Χριστοδουλίδη. Οι πόλεµοι, από την άλλη, στους οποίους αναγκάσθηκε να εµπλακεί το Ισραήλ, απέναντι σε οργανώσεις τροµοκρατίας όπως η Χαµάς ή η Χεζµπολάχ, έδειξαν τη σηµασία των στενών δεσµών και σε δυσχερείς συνθήκες που έχουν αναπτυχθεί στο τρίγωνο Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ και ΗΠΑ, σε συντονισµό µε τις εκλεκτικές στενές σχέσεις µε αραβικές χώρες και την Αίγυπτο φυσικά στη διαδροµή των «συµφωνιών του Αβραάµ», µε τελικό προορισµό την Ινδία στην Ανατολή.

Η επίσκεψη και οι συνοµιλίες Μητσοτάκη - Χριστοδουλίδη µε ευρείες αντιπροσωπείες υπουργών για διάφορα και διαφορετικά επίπεδα εναρµόνισης και συνεργασίας δείχνουν ότι τα δύο κράτη του Ελληνισµού προχωρούν σε ένα ευρύ γεωπολιτικό, οικονοµικό, ενεργειακό και πολιτιστικό πλαίσιο εναρµόνισης, ενόψει του επερχόµενου «new deal» για την ευρύτερη περιοχή που τις επηρεάζει.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28/11/2024