Οι τοποθετήσεις του υπουργού Αµυνας της Τουρκίας, Γιασάρ Γκιουλέρ, κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισµού στο τουρκικό Κοινοβούλιο µπορεί και να αιφνιδίασαν µερικούς στην Ελλάδα µε την απολυτότητά τους. Οµως, επί της ουσίας, πλην της επίκλησης του πρωτοκόλλου της Βέρνης του 1976, δεν έχουν να προσθέσουν πολλά νέα στοιχεία στο αδιέξοδο που ήδη επιβεβαιώθηκε για ακόµα µία φορά στην τελευταία συνάντηση Γεραπετρίτη - Φιντάν.

Αν µείνουµε στα όσα είπε ο υπουργός Αµυνας της Τουρκίας στο Κοινοβούλιο της χώρας του ως προς τα ενεργειακά και τις ΑΟΖ, επικαλέσθηκε ένα σύµφωνο περίπου εκεχειρίας µεταξύ των τότε ηγεσιών Καραµανλή (του πρεσβύτερου) και Ντεµιρέλ. Η αναφορά στο πρωτόκολλο της Βέρνης δεν έχει ουσία -συµφωνείτο ότι τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα θα επιχειρούν έρευνες για τον εντοπισµό υδρογονανθράκων εντός των χωρικών τους υδάτων, που ήταν 6 ν.µ.-, αφού το 1976 δεν υπήρχαν οι αποφάσεις της τρίτης συνδιάσκεψης για το ∆ίκαιο της Θάλασσας. Αυτές ολοκληρώθηκαν το 1982 και επικυρώθηκαν από µια οµάδα τουλάχιστον 120 χωρών-µελών του ΟΗΕ, ώστε να αποκτήσουν πρακτική αξία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Οταν υπογραφόταν, λοιπόν, το πρωτόκολλο της Βέρνης, αναφορικά µε τα χωρικά ύδατα των χωρών, στη βάση των ισχυόντων από τη διεθνή συµφωνία για το ∆ίκαιο της Θάλασσας του 1959, δεν υπήρχε δικαίωµα επέκτασης στα 12 ναυτικά µίλια, δεν υπήρχε η έννοια της ΑΟΖ, παρά µόνον της υφαλοκρηπίδας, δεν δικαιούνταν ζώνες οικονοµικής εκµετάλλευσης τα νησιά, τα όρια µετριόνταν από την ηπειρωτική ζώνη, δεν υπήρχε η µέθοδος της µέσης γραµµής, δεν είχε συγκροτηθεί καν το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης.

Η Τουρκία και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στην επικαλούµενη αρχή της ισότητας, ως µέθοδο οριοθέτησης προβάλλει ένα παλαιό εθιµικό ∆ίκαιο, που είχε κωδικοποιηθεί, αλλά στη συνέχεια ακυρώθηκε από ένα επόµενο, που έχει αφετηρία το 1982. Κάποιος, εν ολίγοις, θα πρέπει να πει στους γείτονες κάτι σαν «λυπούµεθα, κύριοι, χάσατε». Πέραν αυτών, η Τουρκία επαναλαµβάνει συχνά πυκνά µε επίσηµο τρόπο κάποιες ενστάσεις της για τη στρατιωτικοποίηση του Αιγαίου από τις Ενοπλες ∆υνάµεις. Αυτό το επιχείρηµα έχει καλύτερη νοµική βάση, αλλά οι πραγµατικές συνθήκες, µε ευθύνη της Τουρκίας, έχουν αλλάξει τα δεδοµένα. Η κατοχή στην Κύπρο και η πάνοπλη στρατιά του Αιγαίου, όπως την ονοµάζουν, που έχει βάση στα παράλια της Μικρασίας, µε τα όπλα στραµµένα στο ελληνικό αρχιπέλαγος, έχουν δώσει την αιτιολογία εξοπλισµού των νησιών. Πέραν, όµως, αυτής της εξέλιξης, υπάρχουν και επόµενες συγκυρίες, που µετατρέπουν το Αιγαίο σε µια θαλάσσια περιοχή ασφαλείας για την Ανατολική Μεσόγειο από την πλευρά της ∆ύσης και του ΝΑΤΟ, παράµετρο που αρνείται να δεχθεί γεωστρατηγικά η Τουρκία, αν και µέλος του ΝΑΤΟ.

Είναι εκπληκτικό ότι ο Γκιουλέρ µε κάθε επισηµότητα µίλησε στην εν λόγω συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για την έντονη ανησυχία της Αγκυρας για την παρουσία του αµερικανικού παράγοντα στην Αλεξανδρούπολη, που, σύµφωνα µε τον Τούρκο υπουργό Στρατιωτικών, «επηρεάζει τις στρατιωτικές ισορροπίες στην περιοχή και αφορά άµεσα τις πολιτικές ασφαλείας της Τουρκίας».

Η Αγκυρα αντιµετωπίζει αρνητικά τη στρατιωτική παρουσία των αµερικανικών ενόπλων δυνάµεων στις ευρύτερες περιοχές και αποζητά ως άξονα εθνικής ασφαλείας την αποµάκρυνσή τους. Κάτι σαν «έξω οι βάσεις του θανάτου» της σοβιετικής προπαγάνδας στην παλιά ψυχροπολεµική εποχή. Η Ελλάδα, όχι µόνο µε την παρούσα κυβέρνησή της, αλλά και µε την προηγούµενη -και αυτό έχει την ειδική σηµασία του στρατηγικά-, έχει εξελίξει µια συνεργασία «στενού συµµάχου» µε τις ΗΠΑ και στο στρατιωτικό πεδίο, διµερώς και όχι µόνο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, µε συγκεκριµένη συνοµολόγηση συµφωνίας, που επιτρέπει στις αµερικανικές ένοπλες δυνάµεις σε στεριά, αέρα και θάλασσα να χρησιµοποιούν τις ελληνικές στρατιωτικές βάσεις, αλλά και τις υποδοµές της χώρας για την επιχειρησιακή τους διευκόλυνση. Αυτό δεν αναφέρεται µόνο σε συγκεκριµένες βάσεις, που ξεκινούν από τη Σούδα και διερχόµενες την ηπειρωτική ζώνη φθάνουν στην Αλεξανδρούπολη, αλλά και στα άλλα νησιά και στις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου. Πέραν των ασκήσεων ή της διέλευσης, Ελλάδα και ΗΠΑ δεν εµποδίζονται από το να συµφωνήσουν ως αγκυροβόλιο του 6ου Ναυτικού Στόλου των ΗΠΑ τα νησιά και τις βραχονησίδες του Αιγαίου, αφού µάλιστα η Ελλάδα διαθέτει πλέον και τρία ναυπηγεία εν λειτουργία µε αµερικανική επιχειρηµατική συµµετοχή (DFC).

Στη στρατηγική της Ελλάδας ως προς τη σχέση «στενού συµµάχου» µε τις ΗΠΑ συµπλέει πλέον και συµβατικά η ελεύθερη Κύπρος. Θα υπάρξει αναλογία στρατιωτικής συνεργασίας και εκεί, αρχικά σε διµερές επίπεδο µε τις ΗΠΑ και ενδεχοµένως στο µέλλον και µέσω του πλαισίου του ΝΑΤΟ. Η στενή συνεργασία, εξάλλου, Κύπρου - Ισραήλ και σε συνθήκες πολέµου, όταν ειδικά δηµιουργήθηκε η ανάγκη ασφαλούς µεταγωγής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους αµάχους στη Γάζα, όχι όµως υποστήριξης της τροµοκρατικής «Χαµάς», επιβεβαιώθηκε.

Με το πλέγµα των συµφωνιών αυτών, οι ΗΠΑ θα µπορούν να έχουν µια θαλάσσια ζώνη ασφαλείας και µόνιµης πρόσβασης, που θα ξεκινά από την Ελληνική Θράκη και µέσω της Ελληνικής Κύπρου θα φθάνει στα χωρικά ύδατα του Ισραήλ, στη Μέση Ανατολή. Για να γίνει αντιληπτό το εύρος της γεωστρατηγικής σηµασίας µιας τέτοιας ζώνης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η σύνδεση της Ελλάδας µε τη ζώνη που συνδέει τη Βαλκανική µε την Πολωνία και τις βαλτικές χώρες, διακριτής γεωπολιτικής σηµασίας για τις ΗΠΑ και µετά το τέλος των πολεµικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία. ∆εν είναι τυχαίο σχετικά που οι χώρες της Βαλτικής ζήτησαν την κάλυψη του εναέριου χώρου τους από την Πολεµική Αεροπορία της Ελλάδας, άσχετα µε το αν εµείς έχουµε τη δυνατότητα ανταπόκρισης.

Απέναντι σε όλα αυτά η Τουρκία προβάλλει ενστάσεις εθνικής ασφαλείας. Αλλά δεν δικαιούται κάτι τέτοιο, αφού παραµένει µέλος του ΝΑΤΟ. Εκτός αν προετοιµάζει και στρατιωτικά το πέρασµά της στην πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας. Αλλά, ακόµα και τότε, φυσικά το Αιγαίο θα µένει εξοπλισµένο, αφού θα εκτιναχθεί η γεωπολιτική του σηµασία για τη ∆ύση και τις ΗΠΑ.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά