Μπορεί η διεθνής κανονικότητα να δηµιουργεί ασφάλεια στους τακτικούς χειρισµούς µιας χώρας όπως η Ελλάδα. Από την άλλη όµως η αναταραχή, αν και υπόσχεται απρόβλεπτες εξελίξεις µε την ανατροπή των δεδοµένων που συµπεριλαµβάνει, µπορεί και να υπόσχεται ευκαιρίες µε τις αναδιατάξεις που προκαλεί.

Η Ελλάδα στο πλαίσιο εφαρµογής των κανόνων του κατά βάση γερµανικής αντίληψης πλαισίου του Μάαστριχ απέτυχε. Μάλιστα µε θορυβώδη τρόπο πριν από περίπου µια δεκαετία χρεοκόπησε εντός των προδιαγραφών που έθετε και δεν έγιναν επαρκώς σεβαστοί από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και τα οικονοµικά επιτελεία τους. ∆εν έγινε κατανοητό σε εθνικό επίπεδο ούτε καν το εύρος της διεθνούς έντασης που ξεκίνησε το 2008 ως κρίση αξιοπιστίας των τραπεζικών οµολόγων. Η Ελλάδα πλήρωσε εις ολόκληρον -ακόµη και σε µερίδιο που η ελαφρότητα, η επιπολαιότητα και ο λαϊκισµός των φιλοευρωπαϊκών κατά τα άλλα κυβερνήσεών της δεν δικαιολογούσαν- τους κραδασµούς της κρίσης αξιοπιστίας των γερµανικών και γαλλικών µεγάλων τραπεζών που τη δανειοδοτούσαν.

Στην παρούσα φάση η Ελλάδα µοιάζει σαν έτοιµη από καιρό να αξιοποιήσει την τρέχουσα δοµική κρίση που έχει ξεκινήσει για την Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ της εθνικής της αναβάθµισης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ουσιαστικά µια συγκρότηση εξυπηρέτησης της διεθνούς ισχύος των δύο κεντρικών δυνάµεων. Της Γερµανίας και της Γαλλίας, µε αυτήν τη σειρά. Φυσικά από τη θέση τους στο γκρουπ κερδίζουν και όλες οι συµµετέχουσες χώρες πιο µεσαίας ή και µικρής δυναµικής.

Η απορρύθµιση της στρατηγικής της Γερµανίας και τα αδιέξοδα της δηµοσιονοµικής εµµονής µε το χρέος και τον πληθωρισµό που έχει επιβάλει συµπαρασύρουν και τη Γαλλία, που έχει παρακολουθήσει και προκρίνει την ανάπτυξη στην πράσινη ενέργεια στη βάση της κλιµατικής αλλαγής, χωρίς να εµπεδώσει στην καθ’ ηµάς πλευρά του Ατλαντικού τη δυναµική των νέων τεχνολογιών και την απόδοση σε χρηµατιστηριακούς δείκτες της διόγκωσης εταιρειών. Οι νέες συνθήκες έχουν αποκτήσει έντονη δυναµική µετά την επικράτηση Τραµπ στις ΗΠΑ, αντί των πιο διαλλακτικών και υποµονετικών ∆ηµοκρατικών.

Η Ευρώπη του πυρήνα είχε βολευτεί σε µια αυταπάτη. Του τρίτου πόλου στο διεθνές power game, µε τη Γερµανία να έχει «ποντάρει» την ένωση στη βάση των δικών της συµφερόντων ως ηγέτιδας δύναµης στη διµερή ενεργειακή προνοµιακή σχέση µε τη Ρωσία, τις συνθήκες εξωτερικού εµπορίου µε την Κίνα και την πάντα παρούσα Αµερική στον τοµέα της άµυνας και της ασφάλειας. Από το 2022 και µετά όλα αυτά ανατρέπονται. Στην παρούσα φάση πλέον η Γερµανία δεν µπορεί να διατηρήσει τον ηγετικό ρόλο της.

Από την άλλη πλευρά η Γαλλία δείχνει ότι δεν έχει τις δυνάµεις να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο, έστω και στη βάση ενός new deal µε τις ΗΠΑ. Η Μεγάλη Βρετανία έχει αποχωρήσει από την ένωση. Είναι εµφανής η ανάγκη επανακαθορισµού της συνοχής και της δυναµικής του γκρουπ σε νέες βάσεις. Ουσιαστικά στην ανάδειξη µιας εθνικοποίησης των προτεραιοτήτων σε γεωπολιτικό επίπεδο των κρατών-µελών, σε µια διαµόρφωση ισχύος µιας Κοινωνίας των Εθνών, µε ειδικές σχέσεις µε τις ΗΠΑ στον εµπορικό και νοµισµατικό τοµέα µέσω τελωνειακής ένωσης και αντιµετώπιση της Κίνας µε ενιαίους δασµούς και στρατηγική ως ∆ύση. Φυσικά µιλάµε για µια νέα Ευρώπη που θα πρέπει να επανεξοπλιστεί.

Ελλάδα και Πολωνία, Μητσοτάκης και Τουσκ, προδιέγραψαν εγκαίρως και ρεαλιστικά τη νέα διαδροµή, µιλώντας αρχικά για Ευρωπαϊκό Ταµείο Άµυνας µε κοινό δανεισµό. Το σχήµα δοκιµάσθηκε µε αφορµή τον COVID και η Ευρώπη δεν καταστράφηκε. Εν ολίγοις στη νέα φάση της ιστορίας η Ευρώπη προκαλεί εµπλοκές, αλλά προσφέρει και ευκαιρίες.

Και η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες και να αντιµετωπίσει τις εµπλοκές…

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή