Σε µια χώρα και σε κάθε οικονοµία οι τράπεζες και οι επιλογές των διοικήσεών τους παίζουν έναν πολύ ιδιότυπο και κρίσιµο ρόλο. Συνδέουν την οικονοµία ως αίσθηση και ως πραγµατικότητα µε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Επίσης αποτελούν τον πλέον σηµαντικό αγωγό που συνδέει τα δηµόσια οικονοµικά µε τα ιδιωτικά οικονοµικά. Και όλα αυτά µέσα από την καθηµερινότητα της τραπεζικής λειτουργίας τους.

Στην περίπτωση της Ελλάδας οι τράπεζες, όχι µέσα από τους χρηµατιστηριακούς τους δείκτες ούτε υπό το πρίσµα των µερισµάτων στους µετόχους τους και τις υψηλές αµοιβές των ανώτατων στελεχών τους, αναπαράγουν το σύνδροµο της χρεοκοπίας για την Ελλάδα και τους Έλληνες της προηγούµενης δεκαετίας. Και αυτό γιατί πολύ απλά είναι ερµητικές στη λειτουργία τους και επιθετικά κερδοσκοπικές ως προς την πρακτική τους. Οι τράπεζες στην Ελλάδα ουσιαστικά υπό την έννοια του ορισµού τους ως «συστηµικών», όπως τις όρισαν ως τέτοιες η τρόικα και οι κυβερνήσεις των µνηµονίων, επιµένουν να λειτουργούν ως καρτέλ επί της ουσίας. Και όχι µόνον.

Χτίζουν ισχυρές άµυνες στους προϋπολογισµούς, δείχνουν ξενικές προς τους καταναλωτές ως προς τη δυνατότητα δανεισµού, επιµένουν στις υψηλές προµήθειες στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, εµµένουν στα χαµηλά, µηδενικά επιτόκια στις καταθέσεις.

Όλες αυτές οι κινήσεις αφού έχουν απαλλαγεί από τον κύριο όγκο των «κόκκινων» δανείων της δηµοσιονοµικής κατάρρευσης της χώρας και της βίαιης µείωσης του ΑΕΠ της και έχουν σαρώσει ακίνητα και περιουσίες στους πλειστηριασµούς από χρεοκοπηµένους ιδιώτες και επιχειρηµατίες. Θυµίζουν έντονα µε τη νοοτροπία που εκπέµπουν και τις αποφάσεις τους, αλλά και µε την επιµονή τους σε αντικοινωνικές και αντιεπενδυτικές πολιτικές που προκρίνουν, την περίοδο των µνηµονίων. Όταν και τότε όπως και πριν από τη χρεοκοπία άντλησαν σηµαντικά κεφάλαια από τον κρατικό προϋπολογισµό και τα ασφαλιστικά ταµεία, που ποτέ δεν θα επιστρέψουν όχι µε τόκο αλλά ούτε καν εις ολόκληρο, µε τη µορφή της χορήγησης δανείων.

Σήµερα έφθασαν στο σηµείο να συγκρούονται ανοιχτά µε την κυβέρνηση και το οικονοµικό επιτελείο, που απλώς τους ζητά να εµπλακούν και να ενθαρρύνουν τη φάση ανασυγκρότησης και αναβάθµισης της οικονοµίας της χώρας αλλά και των ιδιωτών που ζητούν εύλογα µια επόµενη, καλύτερη µέρα. Σε µια ανοιχτή οικονοµία, όπως είναι και η ελληνική, η ίδρυση και η συγκρότηση τραπεζών δεν υπόκειται στην έννοια της περιοριστικής αντίληψης των τεσσάρων και πρόσφατα πέντε συστηµικών τραπεζών.

Η ίδρυση τραπεζών υπό το πλέγµα συγκεκριµένων κεφαλαιακών και άλλων προβλεπόµενων εγγυήσεων είναι ελεύθερη. Και αυτή η ελευθερία δηµιουργεί συνθήκες ανταγωνισµού και εξυγίανσης στην κίνηση του χρήµατος στην εσωτερική αγορά. Το καρτέλ των ελληνικών τραπεζών όµως δεν υπόκειται σε τέτοιου τύπου δηµιουργικό ανταγωνισµό και φθάνουµε στο σηµείο των πιεστικών παραινέσεων ακόµη και από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδας και τον κ. Στουρνάρα να αλλάξουν τους κανόνες εµπλοκής τους στην αγορά.

Αξίζει να θυµίσουµε ότι σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά και του δυτικού καπιταλισµού οι τράπεζες και οι πολιτικές τους αποτελούν την ατµοµηχανή, κυριολεκτικά, των οικονοµιών, της διεύρυνσης της επιχειρηµατικής δράσης και της επέκτασης των ιδιωτικών οικονοµικών. Ακόµη και στα ακίνητα οι τράπεζες και οι διοικήσεις τους βρίσκονται υπόλογες για την κατάσταση που επικρατεί µε περίπου 20.000 ακίνητα δεσµευµένα στα χαρτοφυλάκιά τους. Προφανώς ήρθε η ώρα να πει κάποιος στους τραπεζίτες ότι η περίοδος της χρεοκοπίας έχει λήξει. Επίσης οι συνθήκες δηµοσιονοµικής εποπτείας από τους µηχανισµούς της Ευρώπης και το ∆ΝΤ. Η Ελλάδα έχει υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης και ταυτόχρονα έχει ανακτήσει την επενδυτική της βαθµίδα. Προφανώς επειδή δεν το καταλαβαίνουν, ο πρωθυπουργός από το βήµα της Βουλής κατά τη συζήτηση του προϋπολογισµού του 2025 αναµένεται ότι θα τους το εξηγήσει µε σαφήνεια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11/12/2024