Οι χώρες χρειάζονται στρατηγική οπτική για να αποκτούν ισχύ, δυνατότητα, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, τουτέστιν ευηµερία και ασφάλεια. Η έννοια της στρατηγικής είναι µάλλον άγνωστη ως παράδοση για το πολιτικό και οικονοµικό σύστηµα της Ελλάδας. Και αυτό γιατί οι πολιτικές αναφέρονται συνήθως σε µικροκοµµατικές σκοπιµότητες και έχουν ορίζοντα στην καλύτερη περίπτωση αυτήν της τετραετίας. Όσο δηλαδή διαρκεί µια κανονική κυβερνητική θητεία. Αποτέλεσµα αυτής της παράδοσης είναι οι κοντόφθαλµες πολιτικές, οι τακτικισµοί και τα συνθήµατα αντί των συνεκτικών πολιτικών προοπτικής. Η Ελλάδα τελικά είναι θύµα αυτής της αυτοπαγίδευσης στο πρόσκαιρο, το ευκαιριακό, το αποσπασµατικό, το συγκυριακό.

Η πραγµατικότητα σήµερα, τόσο στο εθνικό επίπεδο όσο και στο ευρωπαϊκό ή το διεθνές, προκρίνει στρατηγικές επιλογές. Όραµα για την Ελλάδα που θέλουµε να δοµήσουµε για να είναι ισχυρή και ευηµερούσα σε επόµενες δεκαετίες, όπου τα δεδοµένα της καθηµερινότητας αλλά και οι παράγοντες ισχύος και διασφάλισης ευηµερίας δεν είναι επαρκώς ορατοί και καθορισµένοι. Και αυτό γιατί δεν µπορούµε να υπολογίσουµε µε επάρκεια ποια θα είναι η διεθνής τάξη και οι συσχετισµοί στις επιµέρους περιοχές και γεωπολιτικές-γεωοικονοµικές περιφέρειες. Επίσης δεν µπορούµε να υπολογίσουµε µε επάρκεια τους κανόνες της οικονοµίας, τον επιχειρηµατικό ανταγωνισµό και τη συγκρότησή της, τις νοµισµατικές πολιτικές και το σχήµα των ίδιων των νοµισµάτων. Εξαιτίας των τεχνολογιών και της εποχής της τεχνητής νοηµοσύνης σε συνδυασµό µε τη ροµποτική δεν µπορούµε να δούµε καθαρά την εξέλιξη στην ιατρική, τα επαγγέλµατα, τα όπλα, τους κανόνες της παραγωγής και φυσικά διάχυσης του πλούτου.

Το 2027, όταν η Ελλάδα φθάσει στις εκλογές, πολλά ερωτήµατα που σήµερα είναι εξαιρετικά θολά θα έχουν πάρει τις απαντήσεις τους

Πολλοί και µε ισχυρή επίδραση στις στρατηγικές και τις παραδοχές που υιοθετούνται δείχνουν ιδιαίτερα µικρονοϊκοί και αλαζόνες ως προς το µέλλον, µιλώντας µε όρους παρόντος ή παρελθόντος. ∆εν διδάχθηκαν από όσα εξελίχθηκαν µέσα σε 25 χρόνια από την αρχή του αιώνα, όταν δεν υπήρχαν κινητά και ψηφιακές τεχνολογίες. ∆εν αντλούν σηµαντικά διδάγµατα από την πορεία της χώρας στην Ευρωζώνη ή από την ίδια της πορεία της Ευρωζώνης. ∆εν αντιλαµβάνονται τι προνόµια έδωσε στην ισχύ και την ασφάλεια της Ελλάδας η δυτική πολιτική της. Οι αναβαθµισµένες σχέσεις µε τις ΗΠΑ, οι συγκροτηµένες σχέσεις µε το Ισράηλ, την Αίγυπτο και τα κράτη των Αράβων. ∆εν αντελήφθησαν, άρα δεν µπορούν και να σχεδιάσουν ή να διαχειρισθούν το «πέρασµα» της Ελλάδας από τη βαλκανική περιφέρεια σε αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου και της Ανατολής µέχρι το βάθος της Ινδίας από τη µια και την Αφρική από την άλλη.

Αν τελικά θελήσουµε να διαµορφώσουµε σχέδιο για την πορεία της Ελλάδας στον χρόνο, από το τακτικό επίπεδο στο στρατηγικό, θα µπορούσαµε να µιλήσουµε και στη βάση των εθνικών προϋπολογισµών του κράτους. Συγκεκριµένα, έχουµε τρεις προϋπολογισµούς, µε αφετηρία αυτόν που ψηφίσθηκε χθες στο Κοινοβούλιο για το 2025: τον πρώτο από τους τρεις προϋπολογισµούς για τα χρόνια που θα µας δώσουν καλύτερη ορατότητα για τις διεθνείς συνθήκες και τα ζητούµενα για την Ελλάδα. Ακολουθούν αυτοί του 2026 και του 2027 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, υπό την ίδια θεσµική εντολή από τους πολίτες. Το 2027, όταν η Ελλάδα θα φθάνει στις επόµενες εθνικές κοινοβουλευτικές εκλογές, πολλά ερωτήµατα που σήµερα είναι εξαιρετικά θολά θα πάρει τις απαντήσεις τους. Η Ελλάδα θα βρίσκεται εκεί περίπου που η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εξαγγείλει. Αλλά ο κάθε προϋπολογισµός λόγω της ρευστότητας θα έχει διαφορετική στόχευση από τον προηγούµενο σε κεντρικές παραδοχές του.

Αν θέλουµε να υπολογίσουµε την παγκόσµια πορεία µέχρι την επόµενη σταθεροποιηµένη τάξη, θα πρέπει να διακρίνουµε τρεις χρονικές ενότητες. Η πρώτη µέχρι το 2027. Η δεύτερη µέχρι το 2030, που θα υπάρχουν περισσότερα δεδοµένα και σταθερές. Η τρίτη µέχρι το 2035, που εν πολλοίς θα έχει προδιαγραφεί η νέα παγκόσµια τάξη µε ορίζοντα το 2050.