Υπήρχε ένα παλιό, παγιωµένο αίτηµα των αστυνοµικών, των πυροσβεστών, των λιµενικών, του συνόλου δηλαδή των σωµάτων ασφαλείας και πολιτικής προστασίας της χώρας. Κοντά σε αυτούς και των στρατιωτικών. Αυτό ήταν να τους παραχωρηθεί το επίδοµα επικινδυνότητας, µέρος του ειδικού καθεστώτος των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελµάτων.

Το αίτηµα µετρά δεκαετίες που έµενε ανικανοποίητο. Πολλές κυβερνήσεις, αρµόδιοι υπουργοί το είχαν υποσχεθεί. Παρέµενε όµως σε εκκρεµότητα στις εποχές της κρατικής σπατάλης για την Ελλάδα και φυσικά στην εποχή της χρεοκοπίας και της δηµοσιονοµικής προσαρµογής.

Το αίτηµα αυτό κρίνεται από όλες τις πλευρές ως δίκαιο. Γιατί ποιοι άλλοι εκτός των αστυνοµικών, των πυροσβεστών, των λιµενικών αλλά ακόµη και των στρατιωτικών σε περιόδους ειρήνης δεν δικαιούνται αυτόν τον χαρακτηρισµό στην επαγγελµατική τους καθηµερινότητα;

Στην τελευταία συνεδρίαση για τον προϋπολογισµό του 2025 στο Κοινοβούλιο, όταν τοποθετήθηκε ο πρωθυπουργός, ο κ. Μητσοτάκης εξήγγειλε την απόκτηση του εισοδηµατικού προνοµίου αυτού για το σύνολο των ένστολων, σωµάτων ασφαλείας και Ενόπλων ∆υνάµεων. Φυσικά ακολούθησαν πανηγυρικά σχόλια και αντιδράσεις από τους εκπροσώπους των σωµάτων και των δοµών του κλειστού πυρήνα του κράτους.

Κάποιοι σχολιαστές έσπευσαν να παρουσιάσουν τη συγκεκριµένη δίκαιη παροχή ως µια δεξιά πολιτική. ∆εν είναι. Ούτε δεξιά είναι, ούτε αριστερή, ούτε κεντρώα η συγκεκριµένη αναγνώριση της επικινδυνότητας αυτών των υπηρεσιών ασφαλείας, άµυνας και πολιτικής προστασίας από την πλευρά των σωµάτων. Είναι µια αναγνώριση των πραγµατικών συνθηκών στην καθηµερινή τους δράση. Είναι εύλογη ανταπόδοση.

Αν θέλουµε σοβαρούς και συγκροτηµένους αστυνοµικούς, πυροσβέστες, λιµενικούς και στρατιωτικούς, σηµαίνει ότι ως οργανωµένη κοινωνία και κράτος µε στόχους και επάρκεια θα πρέπει οι ίδιοι και οι οικογένειές τους να ζουν µε αξιοπρεπή εισοδήµατα και άνεση ζωής. ∆ιαφορετικά µοιράζουµε τη µιζέρια µας και διαχέουµε την παρακµή µας, υποκείµενοι σε µια δυνάµει διαφθορά και παράτυπες σχέσεις µε οργανωµένα συµφέροντα. Από εκεί και πέρα είναι σηµαντικό το πότε και υπό ποιους όρους προχώρησε στη συγκεκριµένη ανακοίνωση ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης. Όχι σε εκλογικό κύκλο, υπό την έννοια πυροτεχνήµατος όπως κάποτε το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα».

Ούτε χωρίς να λάβει υπόψη τις δυνατότητες του προϋπολογισµού. Και ο προϋπολογισµός δεν είναι ο ίδιος όπως προ πενταετίας ή µετά την παρατεταµένη κρίση του 2020 µε την Τουρκία, όταν η Άγκυρα εργαλειοποίησε το Μεταναστευτικό και στρατιωτικοί, αστυνοµικοί και λιµενικοί ανέλαβαν µεγάλη ευθύνη στην ανάσχεση. Ούτε στο τέλος ή στην αφετηρία µιας αντιπυρικής περιόδου, όταν ο ρόλος και η ψυχολογία των πυροσβεστών κρίνονται κρίσιµες παράµετροι. Η ανακοίνωση έγινε αφού το ΑΕΠ της χώρας έχει ανεβεί, η επενδυτική βαθµίδα έχει εξασφαλισθεί, τα πλεονάσµατα του τελευταίου απολογισµού του κράτους δικαιολογούν µια τέτοια ακριβή, αν και δίκαιη, νοµοθετική ρύθµιση. Συνέβη δηλαδή στην ώρα της και στη βάση της εποικοδοµητικής στρατηγικής του πρωθυπουργού και του οικονοµικού επιτελείου. Πρώτα δηµιουργούµε τον πλούτο και µετά τον διαχέουµε σε θετικές πολιτικές.

Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών εκνευρίζεται όταν οι κυβερνήσεις τους µιλούν για λαϊκισµό. Και αυτό γιατί για παρά πολλά χρόνια βρίσκονται υποκείµενοι ως µέση τάξη σε αρνητικά και απολύτως εχθρικά νοµοθετήµατα για τα εισοδήµατα, τις συντάξεις (δηλαδή τις αποταµιεύσεις για τα γεράµατά τους), τις περιουσίες τους και την κοινωνική λειτουργία του κράτους. Επίσης γιατί θεωρούν υπεύθυνες για τη χρεοκοπία τις πολιτικές ελίτ που χωρίς ευθύνη έδωσαν παροχές στο µακρύ παρελθόν, αυξάνοντας το δηµόσιο χρέος µε εξωτερικό δανεισµό, προκειµένου να κερδίζουν εκλογές ή να δηµιουργούν εντυπώσεις µέσω δηµοσκοπήσεων. Για λαϊκισµό τέτοιου τύπου δεν κατηγορείται η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού πέραν των διακηρύξεων, πέντε χρόνια µετά και σε διαφορετικές συγκυρίες έχει αποδείξει ο ίδιος ο πρωθυπουργός ότι δεν θα αποφασίζει θετικά µέτρα εφόσον ο προϋπολογισµός του κράτους δεν το επιτρέπει. Πρώτα πλεονάσµατα και µετά παροχές, το αξίωµά του. Αυτή είναι η στρατηγική της νέας εποχής για την Ελλάδα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 18/12/2024