Στην οικογένεια του Μπιλ Γκέιτς και πολλών άλλων της τεχνολογικής επανάστασης και των εταιρειώνκολοσσών της Σίλικον Βάλεϊ και του Σαν Φρανσίσκο υπάρχει µία αρχή απαράβατη στις οικογένειές τους.

Η πρώτη επαφή των παιδιών τους µε τα κοινωνικά δίκτυα και τον κόσµο του ίντερνετ επιτρέπεται µόλις περάσουν το 14ο έτος της ηλικίας τους. Αυτό συµβαίνει για πολλούς λόγους. Κοινωνικοποίησης, διαπαιδαγώγησης, κοινωνικότητας, αποφυγής υιοθέτησης προτύπων πέραν αυτών που προβάλλονται από την οικογένεια και την εκπαίδευση που έχει προβλεφθεί για τα παιδιά αυτά της προνοµιούχας κάστας των ΗΠΑ.

Η συνήθης αντίληψη σε µια µέση οικογένεια στη χώρα µας είναι να επιτρέπεται η πρόσβαση στα παιδιά από πολύ µικρή ηλικία και να επιτρέπεται στη συνέχεια η ασυδοσία, κυριολεκτικά, στους εφήβους πρόσβασης στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό εξελίσσεται σε µια ουσιαστική καθηµερινότητα από νηπιακής ηλικίας για τα παιδιά, που δεν τους επιτρέπει εκτός των άλλων να ζήσουν µια κανονική ζωή από τα πρώτα χρόνια ακόµη της ζωής τους.

Ουσιαστικά είναι συνδεδεµένα υπαρξιακά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους και τις φιλικές ή άλλες σχέσεις τους µε το κινητό, το tablet ή τον υπολογιστή τους. Αυτή η κατάσταση κρίθηκε ως µοντερνισµός, ως οικειότητα µε τις τεχνολογίες, που καθορίζουν πλέον σε µια τυπική δυτική κοινωνία τον τρόπο ζωής και σε κάθε περίπτωση µια προέκταση του «εγώ» στο «εµείς», ως διαµόρφωση σχεδόν της ύπαρξής τους.

Φυσικά σε επίπεδο καθηµερινής ζωής, αλλά και σε περιόδους διακοπών ακόµη, οι πολυάσχολοι συνήθως γονείς και κηδεµόνες βρίσκουν µια διέξοδο απασχόλησης των παιδιών τους το να αφήνονται στο διαδίκτυο και το «σκρολάρισµα», που αντικαθιστά τη µελέτη ή την επικέντρωση σε κάποια θέµατα.

Το αποτέλεσµα µεταξύ των άλλων είναι ότι πλέον παρουσιάζονται στις νεότερες γενιές -αυτές που προσδιορίζονται ως γενιές του ίντερνετ και των σόσιαλ µίντια- έφηβοι απολύτως αναλφάβητοι, που αδυνατούν να διαβάσουν ακόµη και ένα κείµενο σε έκταση Facebook, πλήρως αποµονωµένοι ως προς τη φυσική επικοινωνία µε άτοµα του κύκλου και της ηλικίας τους, χωρίς τουλάχιστον τη χρήση ή τη διαµεσολάβηση κινητού τηλεφώνου νέας γενιάς και µε λεξιλόγιο ή κουλτούρα θλιβερή. Το όλο περιβάλλον, οικογενειακό και κοινωνικό, όπου έχουν µεγαλώσει από νηπιακής ηλικίας τα παιδιά των τελευταίων δεκαετιών, είναι κυριολεκτικά αποστειρωµένο µέσα στην πλήρη εξάρτηση και τον εθισµό µε τα κοινωνικά δίκτυα και τα στιγµιότυπα µέσω των τεχνολογιών αυτών. Τα νέα άτοµα δεν γνωρίζουν καλά καλά να µιλούν, ούτε έχουν οπτική του εαυτού τους και του κόσµου, πέραν της αποτύπωσης των στιγµών της ζωής τους µέσα από την αυτοαναφορικότητα µιας selfie. Τελικά φωτογραφίζουν τη ζωή τους, ως τρίτοι, και δεν τη ζουν.

Οι γονείς και οι κηδεµόνες, εν πολλοίς και οι δάσκαλοι µέχρι πρόσφατα αντιµετώπισαν την έκρηξη του ίντερνετ και των συνεχώς ενισχυµένων δυνατοτήτων του ως µια εξέλιξη των παλιότερων video games ή ενθάρρυναν τη συνεχή χρήση και ιδιοκτησία κινητού ως µια µέθοδο ασφαλείας για το πού βρίσκονται τα παιδιά τους. Κάτι δηλαδή σαν ηλεκτρονικό βραχιόλι.

Όλες αυτές οι ευκαιριακές και επιπόλαιες αντιλήψεις για τη νέα πραγµατικότητα και η δυνατότητα κινήσεων εντός του διαδικτύου από τα παιδιά οδήγησαν και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, όταν η ηθική και η δεοντολογία των εφήβων καθορίσθηκαν από εικονικές πραγµατικότητες και συµπεριφορές πορνοσελίδων ή ακόµη και χώρων στο «σκοτεινό ίντερνετ».

Στην παρούσα φάση µε µια σειρά νοµοθεσιών και µε κεντρικές δηλώσεις και κατευθύνσεις επιχειρείται, µε πρωτοβουλία της διακυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά και των αρµοδίων φορέων της πολιτείας, να υπάρξει ενηµέρωση αλλά και προστασία των παιδιών µέχρι την ηλικία των 15 ετών από αυτή την ασυδοσία και την εµπεδωµένη απειλή ενός από τους πλέον επικίνδυνους σύγχρονους εθισµούς. Αρχικά στο σχολείο και τώρα πλέον στην πρόσβαση στο διαδίκτυο.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 19/12/2024