Ο µέσος Ευρωπαίος, όπως έχει καταγραφεί για δεκαετίες σε σειρά από έρευνες κοινής γνώµης, επιθυµεί να δει και πάλι στη διεθνή πραγµατικότητα και την κοινωνική ζωή µια αυθεντική Αµερική. Αυτήν που σχετιζόταν µε τις πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες του 1950, του 1960 µέχρι και το 1970. Φυσικά η αντίληψη αυτή καταγράφεται στο πεδίο των ευρέων κοινωνικών τάξεων και όχι σε ευρωπαϊκές ελίτ, που µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου φόρεσαν το κοστούµι ή το ταγέρ της τεχνοκρατικής ορθότητας και κανονικότητας και βολεύτηκαν µε το τέλος των ιδεολογιών, τη µεσότητα και την αυταρέσκεια των οικονοµικών δεικτών. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η συνήθης αντίδραση απέναντι σε αυτήν την τάση ήταν µάλλον µελαγχολική: ότι αυτή η Αµερική δεν υπάρχει πια. Οι λαοί, που στις δηµοκρατίες δυτικού τύπου, όσο και να χειραγωγούνται από τα µίντια και τα κοινωνικά δίκτυα, παραµένουν κρίσιµος παράγοντας διαµόρφωσης των πολιτικών, οικονοµικών και διεθνών εξελίξεων, άρχισαν από την Ευρώπη να ανατρέπουν τις ελίτ διακυβέρνησης και να αµφισβητούν τα δόγµατα πάνω στα οποία βάσιζαν τη νοµιµοποίησή τους. Άρα και την επάρκειά τους ως διαµορφωτών της ιστορίας, της ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της ευηµερίας. Ευρωπαίοι εντός της εθνικής τους επικράτειας, µέσα από νόµιµες και κανονικές εκλογές, ανέτρεψαν την κανονικότητα του «µεσαίου χώρου», αποτέλεσµα της σύµπραξης Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, που κυριάρχησαν από την εποχή Μπλερ στη Βρετανία, Σρέντερ και κατόπιν Μέρκελ στη Γερµανία, Κλίντον, Μπους, Οµπάµα στις ΗΠΑ. Ευρωπαίοι ψήφιζαν κόµµατα και πολιτικά σχήµατα της νέας ∆εξιάς ή µιας απορριπτικής Αριστεράς. Στην Αµερική όµως το πλήγµα στην κανονικότητα της νεοταξικής, νεοφυλετικής, εταιρικής παγκοσµιοποίησης υπήρξε συντριπτικό. Πέραν όλων των συνωµοσιών, διεργασιών, δοµών και λεσχών µε ισχυρό λόµπινγκ οι Αµερικανοί έφεραν στην εξουσία για τα επόµενα τέσσερα χρόνια τον «τζακσονιστή» Ντόναλντ Τραµπ (Άντριου Τζάκσον, 7ος πρόεδρος των ΗΠΑ, 1829-1837), ανατρέποντας πλήρως τα δεδοµένα.

Είναι τόσο σηµαντική η τοµή που πέτυχε η «άλλη Αµερική» της λαϊκής πλειοψηφίας απέναντι στις ελίτ της παγκοσµιοποίησης, που ο κόσµος αλλάζει δοµικά πριν ακόµη από την ορκωµοσία του νέου προέδρου στις 20 Ιανουαρίου. Όπως είχε προδιαθέσει µε σαφήνεια ο Ντ. Τραµπ στη µακρά προεκλογική περίοδο, µε τις ανακοινώσεις που κάνει για τα µέλη της κυβέρνησής του, αλλά και µε τους/τις πρέσβεις που ανακοινώνει για τις ευρωπαϊκές χώρες, επαναφέρει στο προσκήνιο µια άλλη Αµερική: επιτυχηµένη, λαµπερή, πραγµατιστική, άµεση, αισιόδοξη, αποφασιστική, επί της ουσίας φιλελεύθερη. Η Αµερική µε τον τρόπο αυτό, σε επίπεδο Ουάσινγκτον µάλιστα, προβάλλει τους δισεκατοµµυριούχους της, τους ανθρώπους της δράσης στο πεδίο, πέραν από προσχήµατα και προαπαιτούµενα. Είναι χαρακτηριστικές οι τελευταίες ανακοινώσεις για τον Αµερικανό πρέσβη στην Ιταλία και τον ειδικό απεσταλµένο στη Βρετανία, που συµπληρώνουν το ίδιο πάζλ.

Τα επόµενα χρόνια η Αµερική δείχνει ότι αναλαµβάνει τον ρόλο της ως ηγετική δύναµη στη ∆ύση και ουσιαστικά «επανασυστήνεται» στα έθνη-κράτη της Γηραιάς Ηπείρου ζητώντας να ανατραπούν τα δεδοµένα της συντήρησης που καθόρισαν οι γραφειοκρατίες και τα γκρίζα κοστούµια ή ταγέρ των προηγούµενων τριών δεκαετιών. Τίποτα δεν είναι δεδοµένο και όλα είναι δυνατά, δείχνει επί της ουσίας η κεντρική στρατηγική της διοίκησης Τραµπ.

Αν κρίνουµε από το προφίλ του απεσταλµένου, µπορούµε να δούµε και το προφίλ της χ ώρας ή των χαρακτηριστικών του λαού όπου αναλαµβάνει αυτός υπηρεσία. Ο επόµενος πρόεδρος φροντίζει να έχει την οµάδα των απεσταλµένων του στον κόσµο, πέρα και πάνω από τις γραφειοκρατίες του «βαθέος κράτους» των ΗΠΑ. Είναι σαφές ότι κάποτε ο «τρίτος δρόµος» ξεκίνησε από τα αριστερά µε τον Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ. Στην παρούσα φάση ο «τρίτος δρόµος» ξεκινά από τα δεξιά µε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τραµπ.