Η Ευρώπη µε πλήρεις δυνάµεις θα έπρεπε να δηλώσει παρούσα στην Ανατολή, και συγκεκριµένα στο πλάνο σταθεροποίησης και ανοικοδόµησης της Συρίας.

Αντί γι’ αυτό είχαµε µια εσπευσµένη επίσκεψη της επικεφαλής της Κοµισιόν, Φον ντερ Λάιεν, στην Τουρκία και συζητήσεις εκεί µε την ηγεσία της χώρας, που θύµιζαν περισσότερο παρουσία Γερµανίδας υπουργού παρά ηγετικής αξιωµατούχου της ενότητας των ευρωπαϊκών εθνών.

Ουσιαστικά διέθεσε περίπου 1 δισ. επιπλέον στην Τουρκία επιθυµώντας προφανώς να εξαγοράσει την «προστασία» της Άγκυρας σε σχέση µε το Μεταναστευτικό και την κίνηση των εκατοµµυρίων προσφύγων που έχει η Τουρκία στο έδαφός της προς τη χώρα τους και όχι µε τη µορφή του οικονοµικού µετανάστη προς τις ευρωπαϊκές ακτές. Πέραν αυτού η Φον ντερ Λάιεν προχώρησε σε µια µάλλον προκλητική δήλωση. Σε αυτήν συσχέτισε απολύτως τη δίωξη των αντάρτικων οµάδων του χαλιφάτου του ISIS µε τις οµάδες του ΡΚΚ.

∆ίδοντας ουσιαστικά έµµεσα αλλά σαφώς άλλοθι στην τουρκική επιθετικότητα, για να πολεµήσει και να σφάξει τους Κούρδους.

Αφού για την Άγκυρα, ως γνωστόν, συµπίπτουν οι δυνάµεις του ΡΚΚ µε τις ένοπλες οµάδες YPG και SDF των Κούρδων της Συρίας. Η Ευρώπη, όπως πολύ έγκαιρα και πολύ εύστοχα έχουν εισηγηθεί Ελλάδα, Κύπρος και Αυστρία, θα έπρεπε ήδη να έχει δραστηριοποιηθεί µε πρωτοβουλίες και συζητήσεις µε τη νέα de facto ηγεσία της χώρας των HTS και του ηγέτη της Αλ Σαράα. Να είχε συµφωνηθεί ειδικός µόνιµος εκπρόσωπός της στη ∆αµασκό και ενδεχοµένως συγκεκριµένες εγγυήσεις στην αφοπλισµένη στρατιωτικά και µη έχουσα καν δυνάµεις εσωτερικής ασφαλείας Συρία, εφόσον η µεταβατική κυβέρνησή της οργάνωνε συνεκτικές και µε προστασία των µειονοτήτων -θρησκευτικών, εθνοτικών και φυλετικών- ελεύθερες εκλογές και Σύνταγµα.

Η Ευρώπη όµως ως οντότητα δεν είναι όµως µόνον άοπλη αλλά και γεωπολιτικά ευνουχισµένη, µη µπορώντας να αποκτήσει πρωτοβουλία σε κανένα µέτωπο από αυτά που δροµολογούνται ως προς την ανοικοδόµησή τους. Ο λόγος για τη Συρία και τον Λίβανο στην παρούσα φάση, την Ουκρανία στη συνέχεια, εφόσον συµφωνηθεί εκεχειρία και όχι πολύ αργότερα, στη χρονιά που θα διανύσουµε, ενδεχοµένως και στη Γάζα. Η Ευρώπη επί της ουσίας προσφέρει οικονοµική βοήθεια και στήριξη, χωρίς κανενός τύπου γεωπολιτική βάση και αρµοδιότητα. Ουσιαστικά θα λειτουργήσει ως ένα Ταµείο Ανάκαµψης και µόνον.

Οι στρατιωτικοί και οι διπλωµάτες της ένωσης δεν αναλαµβάνουν ρόλο, παρά µόνον κατασκευαστικές, επικοινωνιακές, ενεργειακές και άλλου τύπου τεχνικές εταιρείες.

Η Ευρώπη ως οντότητα είναι µια εταιρεία και όχι ένας πόλος ισχύος και σταθεροποίησης, όπως πολλοί µαταιόδοξοι για πολλές δεκαετίες προβάλουν ως στόχο.

Η Ελλάδα και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται µε µεγαλύτερη επάρκεια από τη συλλογική οντότητα της Ευρώπης. Άλλωστε ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δείχνει µε συνέπια πολύ καλά «διαβασµένος» και έτοιµος στις ευρωπαϊκές υποθέσεις σε σχέση µε την προβολή των εθνικών προτεραιοτήτων σε όλους τους τοµείς. Αλλά η ελληνική διεθνής πολιτική, όπως έγινε φανερό και από την παρουσία στον Λίβανο ή την αφετηριακή αναβάθµιση των διµερών σχέσεων µε το Κατάρ, είναι ελπιδοφόρα, αφού η στρατηγική της χώρας είναι πολυεπίπεδη και πλουραλιστική και όχι αµιγώς ευρωπαϊκή, όπως κάποιοι πρώην πρότειναν ως µονόδροµο κατά το παρελθόν.

Και ευτυχώς η ισχυρή διµερής συνεργασία µε τις ΗΠΑ και η λειτουργική σχέση µε το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τις αραβικές χώρες της διαδροµής των «συµφωνιών του Αβραάµ» θα δώσουν λύσεις και εναλλακτικές απέναντι στο αδιέξοδο της ενιαίας ευρωπαϊκής οντότητας. Επίσης η ιστορική συνεργασία µε τη Γαλλία και βαθµηδόν και µε άλλα εθνικά κράτη της ένωσης, όπως διεφάνη και από την παρουσία Μητσοτάκη στη Φινλανδία, θα δώσουν δυναµική σε πολιτικές που οι κεντρικές δοµές της ένωσης δεν µπορούν ή δεν θέλουν να παρακολουθήσουν.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24/12/2024