Στα εορταστικά τραπέζια των ηµερών, συνήθως σε οικογενειακό και φιλικό κύκλο, εξελίσσονται πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Χωρίς προσχήµατα, µε την ευρύτητα και το θετικό κλίµα που κυριαρχεί τίθενται επί της ουσίας στο τραπέζι θέµατα µε µια άλλη µατιά.

Όχι του ειδικού, του επαγγελµατία, του πολιτικού ή του κοινωνιολόγου. Αλλά µε αυτή την τρίτη µατιά, πολύ εύστοχη σε πολλές περιπτώσεις, του ανθρώπου της καθηµερινότητας. Σε µια τέτοιου τύπου αποσπασµατική συζήτηση ετέθη, για παράδειγµα, το περιεχόµενο των δελτίων ειδήσεων των ηµερών.

Σε αυτά κυριαρχεί µια κατηγορία πολιτών που γεµίζουν τους χειµερινούς προορισµούς, τα χιονοδροµικά κέντρα, τα ακριβά καταλύµατα ή τα εστιατόρια, τα µπουζούκια και τα κλαµπ. Το θέµα παίζεται στα δελτία ειδήσεων σε κλίµα ενθουσιασµού, του τύπου ότι ασφυκτιούν τα χειµερινά θέρετρα, δεν βρίσκεις ούτε καρέκλα στα µπουζούκια, αποκλείεται να περάσεις την πόρτα των πλέον προβεβληµένων κλαµπ και ούτω καθεξής. Η είδηση κυκλοφορεί και στις πιο ελαφρές ζώνες, πασπαλισµένη από «χρυσόσκονη» για τα Χριστούγεννα των επωνύµων. Με τον τρόπο αυτό προβάλλεται µια Ελλάδα χαρούµενη, ευµάρειας, αισιόδοξη, αρκετά ανέµελη. Πόσους αφορά η Ελλάδα αυτή; Πόσοι δηλαδή Έλληνες είναι αρκετοί για να γεµίσουν τους χειµερινούς προορισµούς και τα κέντρα διασκέδασης; Γύρω στις 500.000-600.000 άτοµα.

Από την άλλη, προβάλλεται κατά παράδοση η δραµατική αντίθεση ανθρώπων του περιθωρίου, που ζουν και κοιµούνται στους δρόµους, τρώνε στα συσσίτια και χαρακτηρίζονται απόκληροι της ζωής. Κάποιες λίγες χιλιάδες. Η συζήτηση ξεκινά πέρα και από τις δύο αυτές κατηγορίες του κοινωνικού και του οικονοµικού φάσµατος. Για τα εκατοµµύρια των άλλων Ελλήνων. Αυτών που δεν εντάσσονται οικονοµικά και κοινωνικά ούτε στους µεν ούτε στους δε. Αυτοί οι τόσο πολλοί, η απέραντη µεσαία τάξη της Ελλάδας, έχουν άλλους προβληµατισµούς, προτεραιότητες, συνήθειες στην καθηµερινότητά τους. Περνούν διαφορετικά τα Χριστούγεννα, µε τα µίντια των επαγγελµατιών δηµοσιογράφων να µην έχουν καµία αναφορά στη δική τους ζωή. Αλλά µε την έννοια αυτή ούτε στην κυρίαρχη πραγµατικότητα της Ελλάδας.

Τα µίντια έχουν χαθεί µεταξύ της «χρυσόσκονης» των τηλεοπτικών celebrities και των «αθλίων», τύπου Ουγκό και Ντίκενς, του κέντρου της Αθήνας. Αν αφήσουµε τα µίντια των επαγγελµατιών δηµοσιογράφων και πάµε στα κοινωνικά δίκτυα, εκεί η «µπάλα χάνεται», αλλά και τα κοινωνικά σύνδροµα των Ελλήνων της εποχής, κλισέ, στρεβλώσεις, µαταιοδοξία, κενότης, τοξικότητα, φαντασιώσεις αναδεικνύονται. Φυσικά και οι θετικές πλευρές της ζωής, µε οικογενειακές στιγµές, όνειρα, φιλοδοξίες, αισθήµατα και µηνύµατα, ατµόσφαιρα εντός και εκτός των σπιτιών, αναδεικνύονται. Αυτές οι γιορτινές ηµέρες έχουν ξεχωριστή σηµασία για να κατανοήσουµε πραγµατικότητες που αφορούν την άλλη Ελλάδα, των πολλών, που καταλήγει να είναι η Ελλάδα των «άλλων». Ούτε αυτή των τάχα «ελίτ», γιατί πραγµατικές ελίτ, όπως έχει αποδειχθεί και από τα πολύ πιο δύσκολα χρόνια του πρόσφατου παρελθόντος, δεν υπάρχουν, ούτε του κοινωνικού περιθωρίου, που ναι µεν χρήζει έντονης κοινωνικής συνδροµής, δεν χαρακτηρίζει όµως την παρούσα Ελλάδα.

Είναι φανερό ότι οι Έλληνες στην επόµενη πενταετία που ξεκινά και θα αποτελέσει το ουσιαστικά πέρασµα σε µια επόµενη εποχή θα πρέπει να οργανωθούν και να παρακολουθήσουν οντολογικά τη νέα πραγµατικότητα, µε τεχνητή νοηµοσύνη και χωρίς αυτή. Με αξίες και παραδοχές, ζητούµενα και λειτουργίες στην καθηµερινότητα διαφορετικές. Το θέµα δεν είναι αµιγώς πολιτικό, ούτε περιοριστικά οικονοµικό, αλλά βαθιά κοινωνικό και µαζικά ψυχολογικό. Οι Έλληνες χρειάζονται αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία, δηµιουργική ένταση, εξέλιξη κοινωνική πέρα από σύνδροµα, για να κινηθούν προς το µέλλον και την προοπτική. Το κράτος και οι επιχειρήσεις προετοιµάζονται για τη νέα εποχή. Η κοινωνία των πολλών δεν µπορεί να µείνει πίσω.

Θα πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο και να µη µείνει έρµαιο στα «trends» των κερδοσκόπων «influencers».

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή