Η Ελλάδα έχει συνηθίσει στη διπλωµατία και στη διεθνή πολιτική της να κινείται στη βάση συγκεκριµένων δεδοµένων και σταθερών. Για παράδειγµα, χρόνια ακούµε ότι η ένταξή µας και η θέση µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ αρκούν για να διασφαλίσουµε τα συµφέροντά µας. Το χειρότερο, σε βάθος δεκαετιών, θεωρείτο µεγάλο ρίσκο η οποιαδήποτε σηµαντική πρωτοβουλία ή κίνηση στη σκακιέρα, όταν αυτή δεν ήταν καλυµµένη από γενικότερες πολιτικές του ΝΑΤΟ ή της ευρωπαϊκής οντότητας.

Η αδράνεια στη διεθνή διπλωµατία ή στην άσκηση πολιτικών εθνικής προτεραιότητας, όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων και η αρχική οριοθέτηση των ΑΟΖ στη βάση των διεθνών νοµικών δικαιωµάτων µας, θεωρείτο, ακόµη και σήµερα θεωρείται, «αµαρτία» και υπερβολικό ρίσκο. Επίσης ο οικονοµισµός ως µοναδική στρατηγική αντίληψη για το πού πάει ο κόσµος και η εµµονή ότι η γεωπολιτική και ο πόλεµος ως µέσον επίλυσης διαφορών ή εµπέδωσης διεκδικήσεων έχει τελειώσει αδρανοποίησαν ακόµη και σε επίπεδο φιλοσοφίας τις ελίτ διοίκησης της χώρας, ασχέτως ιδεολογιών και τακτικών θεωρήσεων.

Έτσι τα όσα συµβαίνουν τα τελευταία χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο τα όσα συµβαίνουν τους τελευταίους µήνες και ακόµη περισσότερο τις τελευταίες εβδοµάδες, ειδικά στην Ανατολή, αιφνιδιάζουν, φοβίζουν και τελικά ακινητοποιούν εκ νέου την ελληνική ηγεσία. Η χώρα µας δείχνει εντελώς απροετοίµαστη να ορίσει τον ρόλο της και να προσδιορίσει τις αρµόζουσες κινήσεις της στα νέα δεδοµένα και αναµένει από άλλες ηγεσίες να κάνουν στρατηγική και να θέσουν στόχους, οργανώνοντας συσχετισµούς δυνάµεων προκειµένου η Ελλάδα να τους παρακολουθήσει και να βρει ρόλο. Η πραγµατικότητα αυτή δεν είναι επωφελής για την Ελλάδα. Ούτε και για τους συµµάχους της Ελλάδας.

Στο πολιτικό επίπεδο αλλά και στους δεσπόζοντες κύκλους του υπουργείου Εξωτερικών προφανώς τελικά εκτιµούσαν ότι το µέλλον που αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο θα καθοριζόταν από τα «ήρεµα νερά» του διµερούς διαλόγου Ελλάδας - Τουρκίας. Μια ακόµη αυταπάτη σε επίπεδο διεθνούς στρατηγικής για τη χώρα, αφού ήταν εµφανές ότι τα όνειρα της Άγκυρας που επικεντρώνονται στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή είναι δεσποτικά. Στις παρούσες συνθήκες, µε την Τουρκία να προελαύνει στην Ανατολή στη στεριά, επιθυµώντας ταυτόχρονα να κυριαρχήσει έναντι όλων στη θάλασσα της Μεσογείου, η Ελλάδα δεν µπορεί να σκέφτεται και να κινείται όπως ο Οικουµενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη.

Η Αθήνα σε κάποιες περιπτώσεις δείχνει καλά µελετηµένη και έτοιµη να κάνει κινήσεις και να αναλάβει ρόλους σε ένα ευρύτερο συσχετισµό συµµαχιών που ευνοούν τα συµφέροντά της. Για παράδειγµα, η παρουσία του πρωθυπουργού στον Λίβανο και η σχεδόν ταυτόχρονη επίσκεψη του υπουργού Άµυνας στο Κατάρ. Η ενεργειακή συµφωνία µε το Ισραήλ για το καλώδιο του ηλεκτρικού ρεύµατος µέσω Κύπρου. Η γαλλική ισχυρή συµµετοχή πλέον στην εταιρεία του καλωδίου. Οι τοποθετήσεις µε διάφορες αφορµές του πρωθυπουργού για τη νέα εποχή στη ∆ύση, µετά την εκλογή Τραµπ στις ΗΠΑ.

Οι κινήσεις όµως δεν µπορεί να είναι αποσπασµατικές. Θα πρέπει να έχουν διάρκεια και συνέχεια. Ο ρόλος της Ελλάδας προβλέπεται εµφατικός στα θέµατα της Μεσογείου και της Ανατολής, ως τόπος συνάντησης και διπλωµατία συναντίληψης διαφορετικών παικτών στην περιοχή. ∆ηλαδή εν ολίγοις πού µπορεί να συναντηθεί ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Μπιν Σαλµάν µε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου µε την παρουσία, για παράδειγµα, του Αιγύπτιου ηγέτη Αλ Σίσι, µε συµµετοχή των ΗΠΑ ή και της Γαλλίας; Μα φυσικά επί ελληνικού εδάφους. Πού θα µπορούσε να υπάρξει η µεγάλη διάσκεψη των χωρών της «συµφωνίας του Αβραάµ» και των δυνάµει εταίρων τους στη διαδροµή µέχρι την Ινδία πέραν των Αθηνών; Η Ελλάδα εκ των συνθηκών έχει ρόλο και πλαίσιο, που θα της ζητηθεί άλλωστε. Αρκεί να προετοιµασθεί για µια τέτοια αποστολή και να την ενθαρρύνει...