Η Ελλάδα δεν είναι ένα εθνικό κράτος που προσβλέπει σε επέκταση της εδαφικής του κυριαρχίας είτε προς την Ανατολή είτε προς Βορρά στη Βαλκανική. Το ίδιο και η Κύπρος.

Η Ελλάδα, αντίθετα, έχει ως βασική παράµετρο της γενικής της στρατηγικής να ενεργοποιήσει το εύρος της παρούσας επικρατείας της, µε αποκέντρωση του πληθυσµού της από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και διεύρυνση του παραγωγικού της µοντέλου, σε µια διαρκή διαδικασία αναβάθµισης και εξέλιξης του επιπέδου ευηµερίας, της κοινωνικής της σταθερότητας και του αξιόµαχου των Ενόπλων ∆υνάµεων και των υπηρεσιών ασφαλείας της, ώστε να µπορούν να ασκούν και περιφερειακούς ρόλους, στεγασµένες εντός των τακτικών συµµαχιών τους.

Η Ελλάδα, ταυτόχρονα, σε µια πάγια διαδικασία, επιθυµεί να λύσει τη διαφορά της µε την επιθετική και γειτονική της Τουρκία στη βάση του ∆ιεθνούς ∆ικαίου για τις ζώνες οικονοµικής και ενεργειακής εκµετάλλευσης στη θάλασσα, µε επέκταση χωρίς πόλεµο των χωρικών υδάτων και της αιγιαλίτιδας, θαλάσσιων ζωνών πλήρους εθνικής κυριαρχίας.

Η Κύπρος, από τη δική της πλευρά, επιθυµεί σε µόνιµη βάση να δοθεί µια λύση στο πρόβληµα κατοχής περίπου του ενός τρίτου των εδαφών της από τις τουρκικές ένοπλες δυνάµεις, εδώ και περίπου µισό αιώνα, και να ανακτήσει την ολότητα της εθνικής κυριαρχίας της η αναγνωρισµένη διεθνώς διοίκηση του κράτους, µε έδρα τη Λευκωσία. Και τα δύο κράτη πλέον των Ελλήνων, µε ισχυρή ναυτική παράδοση και παρουσία σε εµπορικούς στόλους, συνασπίζονται στην ενότητα της Ευρώπης ως µέλη, και ως µέλος του ΝΑΤΟ η Ελλάδα και βαθµηδόν στενός σύµµαχος των ΗΠΑ και της ∆ύσης η άλλη, µε εµπεδωµένες περιφερειακές συµµαχίες µε Ισραήλ, Αίγυπτο, Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, Ιορδανία, αναπτυσσόµενες µε Σαουδική Αραβία και Κατάρ, αλλά και µε τις µοναρχίες του Κόλπου, έχουν να κερδίσουν ή να χάσουν από τις εξελίξεις στη ∆υτική Ασία, σε σχέση όχι µόνον µε τις ζώνες επιρροής όπου εντάσσονται, αλλά και µε το ποιοι θα είναι οι ισχυροί παίκτες της επόµενης ηµέρας.

Με αφετηρία τη Συρία και τις ειδικές σχέσεις που έχει πετύχει η Τουρκία, µέσω των µυστικών υπηρεσιών της και όχι τόσο του υπουργείου Εξωτερικών, µε τις δυνάµεις της «HTS» και τον Αλ Σάρα, που είναι ο ισχυρός άντρας της επόµενης ηµέρας της πτώσης του καθεστώτος του Ασαντ, η Αγκυρα επιδιώκει να σταθεί ανάµεσα στην Ανατολή και τη ∆ύση ως ηγετική δύναµη αιχµής ισλαµικού µετώπου στην Ασία, την Αφρική, τη Βαλκανική και τον Καύκασο, χαράσσοντας όχι µόνο γεωπολιτικά, αλλά και οικονοµικά, εµπορικά, ενεργειακά και πολιτιστικά τον χάρτη της «νέας τάξης» στη ∆υτική Ασία, σύµφωνα µε τα δικά της συµφέροντα.

Με την έννοια αυτή, η ηγεσία της προσβλέπει σε έλεγχο της Μεσοποταµίας, αποτροπή των κινήσεων για συγκρότηση εθνικής οντότητας των Κούρδων µε εργαλειοποίηση Οτσαλάν και PKK, προέλαση στην Ιερουσαλήµ µε εργαλειοποίηση των Παλαιστινίων, έλεγχο της Γάζας και της Υεµένης, ανατροπές στα καθεστώτα των κρατών στο µέτωπο της Βορείου Αφρικής στη βάση των πυρήνων της «Μουσουλµανικής Αδελφότητας», εκβιασµούς σταθερότητας στα πολιτειακά καθεστώτα των αραβικών κρατών στη ∆υτική Ασία και στον Κόλπο και, τελικά, εισοδισµό στην κοινότητα της Μεσογείου από θέση ισχύος σε βάρος των συµφερόντων και των ζωνών κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου.

Πέραν του κατά πόσον είναι ρεαλιστικός ο µεγαλοϊδεατισµός και η γεωπολιτική απληστία της Τουρκίας, η Ελλάδα και η Κύπρος σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών τους θα πρέπει να κατανοήσουν πλήρως ότι οι εξελίξεις και οι διαπραγµατεύσεις µε την Τουρκία και στην περίπτωση των ζωνών δικαιοδοσίας και του καθεστώτος των νησιών στο Αιγαίο για την Ελλάδα και οι πιέσεις για δύο κράτη στην Κύπρο συσχετίζονται µε το ποιοι θα είναι οι κερδισµένοι και οι χαµένοι στη ∆υτική Ασία και τη Βόρειο Αφρική αρχικά και όχι µε διµερείς ή πολυµερείς (µε παρουσία ΟΗΕ) διαπραγµατεύσεις µε την Τουρκία.

Οταν η Τουρκία φθάσει να συζητά µε την Ελλάδα και την Κύπρο αν έχει πετύχει τους στόχους της στην Ανατολή, µια νέα επαφή από θέση ισχύος µε τις ΗΠΑ και µια διευρυµένου τελωνειακού χαρακτήρα συµφωνία µε την Ευρώπη, διατηρώντας ισορροπίες µε τη Ρωσία και κρύβοντας κινεζικούς «άσους στα µανίκια» της, ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία θα έχουν πολλά περιθώρια ελιγµών, παρά µόνο στο πεδίο των στρατηγικών µονοµερών υποχωρήσεων υπέρ των διεκδικήσεων της Αγκυρας.

Αν η Τουρκία ηττηθεί στα πεδία της Ανατολής και στον γεωπολιτικό χάρτη της «νέας τάξης» στη ∆υτική Ασία και τη Βόρειο Αφρική, τότε η Ελλάδα και η Κύπρος µε τη σύµπραξη των τακτικών συµµαχιών τους απλώς θα κάνουν διευθετήσεις -στη βάση του ∆ιεθνούς ∆ικαίουµε την καταρρέουσα έναντι των φιλοδοξιών της Τουρκία. Με αυτήν τη λογική, δεν υπάρχουν δύο ή τρία διαφορετικά επίπεδα µεταξύ των ελληνοτουρκικών διαφορών, µε την ατζέντα, µάλιστα, των θεµάτων που θέτει η Αγκυρα, της επίλυσης του Κυπριακού και της επόµενης ηµέρας στην Ασία, την Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά ένα. Αν η Τουρκία κερδίσει στην Ανατολή, παίρνει τα πολλά και από την Ελλάδα και από την Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν ηττηθεί, χάνει πολλά σε όλα τα µέτωπα και, φυσικά, σε σχέση µε την Ελλάδα και την Κύπρο.

Στην περίπτωση αυτή, µάλιστα, στην Κύπρο οι τουρκικές δυνάµεις και το καθεστώς Ταλάτ αντιµετωπίζονται µε την ίδια διαδικασία όπως η «Χεζµπολάχ» στον Λίβανο. Αφοπλισµός, τουτέστιν αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών δυνάµεων και επανένταξη του βόρειου τοµέα στην κεντρική διοίκηση του κράτους, µε πρωτεύουσα τη Λευκωσία και µόνη κυρίαρχη την ελληνοκυπριακή, συνταγµατική διοίκηση.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά