Απαραίτητη η στροφή στην πολεµική οικονοµία για την Ελλάδα
Άρθρο γνώμης
Στη νέα πραγµατικότητα κρίσιµο ρόλο θα έχει ο επανεξοπλισµός και η αµυντική βιοµηχανία, συνδεδεµένη άµεσα µε την καινοτοµία
Οι εξελίξεις στον κόσµο, και ειδικά στο δυτικό ηµισφαίριο, είναι ραγδαίες. Τα δεδοµένα αλλάζουν δραµατικά στη γεωπολιτική αλλά και στις τάσεις της οικονοµίας. Αυτό θα συνέβαινε -εξελισσόταν ουσιαστικά- άσχετα µε το αν επικράτησε ο απρόβλεπτος και επιθετικός στις απόψεις και τις θεωρήσεις του Ντ. Τραµπ στις ΗΠΑ. Είναι εµφανής ο αιφνιδιασµός και η αµηχανία στη συντριπτική πλειοψηφία των ηγεσιών και των ελίτ της Ευρώπης από αυτά που συµβαίνουν.
Οι περισσότερες από αυτές, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, ένιωθαν ασφαλείς στο ότι αυτό το πλαίσιο που χαρακτήριζαν ως «κανονικότητα» στη ∆ύση -στην πολιτική, την οικονοµία, την ενέργεια, τη βιοµηχανία και την παραγωγή, την κοινωνία, τον πολιτισµό, τις τάσεις- αποκλείεται να επηρεασθεί δραστικά, πολύ περισσότερο να ανατραπεί, στην πορεία για το 2035.
Το χρονικό όριο δηλαδή όπου εκτιµάται ότι ο κόσµος θα έχει περάσει οριστικά σε µια επόµενη εποχή, που θα χαρακτηρίσει την πορεία στον 21ο αιώνα. Κι όµως αυτή η αυτοπεποίθηση και τελικά αυταρέσκεια του συστήµατος διοίκησης της ∆ύσης, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, δεν είναι πια εδώ. Τα δεδοµένα για παράδειγµα του πολύ κοντινού χρονικά 2020 δεν αφορούν πλέον το 2025 και πολύ περισσότερο την επερχόµενη πενταετία µέχρι το 2030. Τα όσα χαρακτηρίζονταν ως σταθερές κυβερνητικά και στρατηγικά στην «Ατζέντα 2030» της διακυβέρνησης Μητσοτάκη θα χρειασθούν άµεση και µάλλον βίαιη αναθεώρηση. Μπορεί η πολιτική σταθερότητα να αποτελεί πλεονέκτηµα για την Ελλάδα σε σχέση µε µια πλειάδα πιο ισχυρών και κεντρικών δυνάµεων στην Ευρώπη, όµως αυτή θα πρέπει να οδηγήσει σε µια βελτιωτική αναθεώρηση και προσαρµογή στα υπό διαµόρφωση δεδοµένα.
Για παράδειγµα, η επονοµαζόµενη πράσινη οικονοµία, που αποτελεί κεντρικό προσανατολισµό για την Ελλάδα, παραµένει µεν ως προτεραιότητα, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελεί µονόδροµο στη διαδικασία αναβάθµισης και ανάπτυξης της χώρας.
Βρεθήκαµε ξαφνικά σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον, αρχικά εξαιτίας των δεδοµένων που δηµιούργησαν οι πόλεµοι στην Ουκρανία και την εγγύς Ανατολή και στη συνέχεια εξαιτίας και των δεικτών που δείχνουν ότι η Ευρώπη έχει αποτύχει στη βάση αυτή στην ανταγωνιστικότητά της αλλά και στην εξορθολογισµένη εκτίµηση στο κόστος παραγωγής και καθηµερινότητας για τους πολίτες.
Στη νέα αυτή πραγµατικότητα κρίσιµο ρόλο θα έχει η επονοµαζόµενη οικονοµία του πολέµου. Τι σηµαίνει κάτι τέτοιο; Από τη µία επανεξοπλισµός και ανασυγκρότηση της σκληρής ισχύος των εθνικών κρατών. Στρατοί, ναυτικό, αεροπορία, κονδύλια για τη συγκρότηση και την επιχειρησιακή τους δυνατότητα. Επίσης πολεµική/αµυντική βιοµηχανία, συνδεδεµένη άµεσα µε την καινοτοµία.
Η Ελλάδα, εξαιτίας του ανταγωνισµού µε την Τουρκία, διαθέτει και ένοπλες δυνάµεις σε επιχειρησιακή δεινότητα, ενώ διαθέτει κονδύλια από τους κρατικούς προϋπολογισµούς ανώτερα και από την προδιαγραφή του ΝΑΤΟ περί του 2% των δηµοσίων δαπανών για την Άµυνα. Η Ελλάδα όµως έχει µείνει πολύ πίσω στον τοµέα της πολεµικής βιοµηχανίας και παραγωγής, όπως και στον τοµέα της καινοτοµίας.
Ενώ δηλαδή έχουν γίνει άλµατα στην πράσινη οικονοµία που είναι αρµονικά µε τις κεντρικές αντιλήψεις της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς, δεν εδόθη όµως προσήκουσα σηµασία στη συγκρότηση µιας πολεµικής βιοµηχανίας, νέων όπλων µάλιστα, σε συνδυασµό µε την ενσωµάτωση και την εξέλιξη καινοτοµιών. Η Ελλάδα έχει ισχυρούς συµµάχους τόσο στο ευρωπαϊκό περιβάλλον όσο και πέραν αυτού, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Τους πρωταγωνιστές δηλαδή στην καινοτοµία σε διεθνές επίπεδο από την πλευρά της ∆ύσης.
Μια επιθετική συνεργασία στο πλαίσιο των στρατηγικών της συµφωνιών µε επικέντρωση στην πολεµική βιοµηχανία και τα ναυπηγεία, σε ενδεχόµενες κοινές δράσεις σε κεφάλαια µε τα Εµιράτα ή τη Σαουδική Αραβία δεν θα δώσουν µόνον ισχυρό αποτύπωµα στη νέα εποχή αλλά και ένα άλµα στο ΑΕΠ, εξέλιξη στο παραγωγικό µοντέλο και θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13/01/2025
Οι περισσότερες από αυτές, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, ένιωθαν ασφαλείς στο ότι αυτό το πλαίσιο που χαρακτήριζαν ως «κανονικότητα» στη ∆ύση -στην πολιτική, την οικονοµία, την ενέργεια, τη βιοµηχανία και την παραγωγή, την κοινωνία, τον πολιτισµό, τις τάσεις- αποκλείεται να επηρεασθεί δραστικά, πολύ περισσότερο να ανατραπεί, στην πορεία για το 2035.
Το χρονικό όριο δηλαδή όπου εκτιµάται ότι ο κόσµος θα έχει περάσει οριστικά σε µια επόµενη εποχή, που θα χαρακτηρίσει την πορεία στον 21ο αιώνα. Κι όµως αυτή η αυτοπεποίθηση και τελικά αυταρέσκεια του συστήµατος διοίκησης της ∆ύσης, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, δεν είναι πια εδώ. Τα δεδοµένα για παράδειγµα του πολύ κοντινού χρονικά 2020 δεν αφορούν πλέον το 2025 και πολύ περισσότερο την επερχόµενη πενταετία µέχρι το 2030. Τα όσα χαρακτηρίζονταν ως σταθερές κυβερνητικά και στρατηγικά στην «Ατζέντα 2030» της διακυβέρνησης Μητσοτάκη θα χρειασθούν άµεση και µάλλον βίαιη αναθεώρηση. Μπορεί η πολιτική σταθερότητα να αποτελεί πλεονέκτηµα για την Ελλάδα σε σχέση µε µια πλειάδα πιο ισχυρών και κεντρικών δυνάµεων στην Ευρώπη, όµως αυτή θα πρέπει να οδηγήσει σε µια βελτιωτική αναθεώρηση και προσαρµογή στα υπό διαµόρφωση δεδοµένα.
Για παράδειγµα, η επονοµαζόµενη πράσινη οικονοµία, που αποτελεί κεντρικό προσανατολισµό για την Ελλάδα, παραµένει µεν ως προτεραιότητα, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελεί µονόδροµο στη διαδικασία αναβάθµισης και ανάπτυξης της χώρας.
Βρεθήκαµε ξαφνικά σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον, αρχικά εξαιτίας των δεδοµένων που δηµιούργησαν οι πόλεµοι στην Ουκρανία και την εγγύς Ανατολή και στη συνέχεια εξαιτίας και των δεικτών που δείχνουν ότι η Ευρώπη έχει αποτύχει στη βάση αυτή στην ανταγωνιστικότητά της αλλά και στην εξορθολογισµένη εκτίµηση στο κόστος παραγωγής και καθηµερινότητας για τους πολίτες.
Στη νέα αυτή πραγµατικότητα κρίσιµο ρόλο θα έχει η επονοµαζόµενη οικονοµία του πολέµου. Τι σηµαίνει κάτι τέτοιο; Από τη µία επανεξοπλισµός και ανασυγκρότηση της σκληρής ισχύος των εθνικών κρατών. Στρατοί, ναυτικό, αεροπορία, κονδύλια για τη συγκρότηση και την επιχειρησιακή τους δυνατότητα. Επίσης πολεµική/αµυντική βιοµηχανία, συνδεδεµένη άµεσα µε την καινοτοµία.
Η Ελλάδα, εξαιτίας του ανταγωνισµού µε την Τουρκία, διαθέτει και ένοπλες δυνάµεις σε επιχειρησιακή δεινότητα, ενώ διαθέτει κονδύλια από τους κρατικούς προϋπολογισµούς ανώτερα και από την προδιαγραφή του ΝΑΤΟ περί του 2% των δηµοσίων δαπανών για την Άµυνα. Η Ελλάδα όµως έχει µείνει πολύ πίσω στον τοµέα της πολεµικής βιοµηχανίας και παραγωγής, όπως και στον τοµέα της καινοτοµίας.
Ενώ δηλαδή έχουν γίνει άλµατα στην πράσινη οικονοµία που είναι αρµονικά µε τις κεντρικές αντιλήψεις της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς, δεν εδόθη όµως προσήκουσα σηµασία στη συγκρότηση µιας πολεµικής βιοµηχανίας, νέων όπλων µάλιστα, σε συνδυασµό µε την ενσωµάτωση και την εξέλιξη καινοτοµιών. Η Ελλάδα έχει ισχυρούς συµµάχους τόσο στο ευρωπαϊκό περιβάλλον όσο και πέραν αυτού, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Τους πρωταγωνιστές δηλαδή στην καινοτοµία σε διεθνές επίπεδο από την πλευρά της ∆ύσης.
Μια επιθετική συνεργασία στο πλαίσιο των στρατηγικών της συµφωνιών µε επικέντρωση στην πολεµική βιοµηχανία και τα ναυπηγεία, σε ενδεχόµενες κοινές δράσεις σε κεφάλαια µε τα Εµιράτα ή τη Σαουδική Αραβία δεν θα δώσουν µόνον ισχυρό αποτύπωµα στη νέα εποχή αλλά και ένα άλµα στο ΑΕΠ, εξέλιξη στο παραγωγικό µοντέλο και θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13/01/2025