Η ανατολική στρατηγική της Ελλάδας
Άρθρο γνώμης
Η Αθήνα συνδέει την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ευρώπης µε τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική
Οι συνήθεις διακηρύξεις, σχεδόν µόνιµου χαρακτήρα από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας, ότι η Ελλάδα αποτελεί µια δύναµη σταθερότητας και ένα γεωπολιτικό-ενεργειακό σηµείο συνάντησης Βορρά και Νότου ή Ανατολής και ∆ύσης συνεχίζονται.
Ουσιαστικά, στην παρούσα πλέον φάση της ιστορίας και εν αναµονή της ορκωµοσίας Τραµπ στις ΗΠΑ, η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζει τη θέση της στον δυτικό χάρτη. Οι συνήθεις αυτές τοποθετήσεις δεν αναφέρονται όµως πλέον στον στενό χώρο οικονοµικά και γεωπολιτικά της Βαλκανικής, όπως άλλοτε, αλλά καλύπτουν µια ευρεία διαδροµή από τη Μεσόγειο µέχρι την Ινδία, παρακολουθώντας και προβάλλοντας τη συµµετοχή στην εν λόγω δυναµική που σχετίζεται τελικά µε µια «νέα τάξη πραγµάτων» στην ανατολική πλευρά της Νοτίου Ευρώπης. Οι τοποθετήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού θυµίζουν σε κάποιους διεθνείς παρατηρητές µε εξαιρετική εµπειρία ανάλογες της προηγούµενης εποχής µετάβασης του κόσµου σε έναν νέο συσχετισµό ισχύος, τα χρόνια του τέλους του Ψυχρού Πολέµου και της ήττας της Σοβιετικής Ένωσης. Μια περίοδος που διατήρησε την επάρκειά της επί περίπου τρεις δεκαετίες και πλέον σήµερα δείχνει ξεπερασµένη.
Οµοίως, αναχρονιστικές θεωρήσεις των ελληνικών ηγεσιών δείχνουν αυτές περί «ευρωπαϊκού µονόδροµου» ή ανάπτυξης και διόγκωσης της επιρροής της Ελλάδας µονοδιάστατα στον βαλκανικό περίγυρο. Η διεθνής πολιτική της διακυβέρνησης Μητσοτάκη µπορεί να ακολουθεί κλασικές νόρµες της ελληνικής πολιτικής, αλλά έχει πιο διευρυµένη οπτική και δυνατότητες από ό,τι στο παρελθόν.
Αυτή η εξέλιξη δεν προέκυψε σήµερα και τυχαία, αλλά στηρίζεται σε µια δέσµη στρατηγικών πολιτικών µε το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εµιράτα, την Ιορδανία και πλέον µε τη Σαουδική Αραβία, στον δρόµο για την Ινδία, όπου ορίζεται η τελική απόληξη αυτής της γεωπολιτικής ενότητας. Στην παρούσα φάση των έντονων διεθνοπολιτικών αναταράξεων, µε δύο ενεργούς πολέµους, τον έναν στην Ουκρανία και τον άλλον στην Εγγύς Ανατολή, η Ελλάδα, όπως έγινε φανερό και από τις παραµέτρους της επίσκεψης στη Σαουδική Αραβία και το πρώτο Ανώτατο Συµβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας µε την παρουσία Μητσοτάκη - Μπιν Σαλµάν, συνδέει πλέον, και σωστά, την ευστάθεια, την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ευρώπης µε τη Μέση Ανατολή και το µέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Αυτή η αλληλεξάρτηση δίνει µια συνοχή στις εξελίξεις στην Ευρώπη µε αυτές στη ∆υτική Ασία, που εµπεριέχει έναν λειτουργικό ορθολογισµό. Στην ενέργεια, στην οικονοµία, στις επενδύσεις, στο εµπόριο, στις τεχνολογίες και τα δεδοµένα τους, στον τουρισµό, στον πολιτισµό και την κουλτούρα. Η παρουσία της Ελλάδας συνδέεται ταυτόχρονα µε τον χαρακτήρα της ως παγκόσµιας ναυτικής δύναµης και όχι µόνον ως «Ευρωπαίου ετέρου». Αυτό γίνεται φανερό σε συνθήκες εναρµόνισης από τη σηµασία που δίνει στα συµφέροντα του εµπορικού στόλου, στην αξιοποίηση των λιµανιών από τη ∆ύση στη µεγάλη Ανατολή και από τις θαλάσσιες διαδροµές καλωδίων/αγωγών ενέργειας και δεδοµένων. Σε συνθήκες θερµών συγκρούσεων, όπως η τροµοκρατία που ασκούν οι Χούθι στους δυτικούς εµπορικούς στόλους στο πέρασµα από τη Μεσόγειο στον Ινδικό και ανάστροφα, περιβάλλον που επηρέασε βαθιά και τα οικονοµικά συµφέροντα της Αιγύπτου επί του Σουέζ, η Ελλάδα και εκεί επέδειξε σηµαία ως ναυτική δύναµη συµµετέχοντας αυτοβούλως στην ευρωπαϊκή δύναµη πολεµικών πλοίων.
Η Ελλάδα εµπλέκεται ως παράγων ανασυγκρότησης, συνδέσµου ασφάλειας και ευηµερίας, όπως στην περίπτωση του Λιβάνου, οι θέσεις της στο Παλαιστινιακό διατηρούνται σε µια κατάσταση ισορροπίας και τελικά αναµονής ανάµεσα στην άποψη του Ισραήλ και των κύριων πολιτικών ηγεσιών των Αράβων για την επόµενη ηµέρα, ενώ αναβάθµισε τη σχέση της µε το Κατάρ. Ουσιαστικά, η Ελλάδα ως ναυτική πλέον δύναµη δεν συζητά για χερσαίους αγωγούς, ούτε κινείται, µυωπικά, µακριά από την Ανατολή, κλεισµένη στη φτωχή και περιοριστική Βαλκανική. Εξελίσσει την ανατολική στρατηγική και αυτό διακρίνει την παρούσα διακυβέρνηση από εκείνες προηγούµενων δεκαετιών.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Ουσιαστικά, στην παρούσα πλέον φάση της ιστορίας και εν αναµονή της ορκωµοσίας Τραµπ στις ΗΠΑ, η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζει τη θέση της στον δυτικό χάρτη. Οι συνήθεις αυτές τοποθετήσεις δεν αναφέρονται όµως πλέον στον στενό χώρο οικονοµικά και γεωπολιτικά της Βαλκανικής, όπως άλλοτε, αλλά καλύπτουν µια ευρεία διαδροµή από τη Μεσόγειο µέχρι την Ινδία, παρακολουθώντας και προβάλλοντας τη συµµετοχή στην εν λόγω δυναµική που σχετίζεται τελικά µε µια «νέα τάξη πραγµάτων» στην ανατολική πλευρά της Νοτίου Ευρώπης. Οι τοποθετήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού θυµίζουν σε κάποιους διεθνείς παρατηρητές µε εξαιρετική εµπειρία ανάλογες της προηγούµενης εποχής µετάβασης του κόσµου σε έναν νέο συσχετισµό ισχύος, τα χρόνια του τέλους του Ψυχρού Πολέµου και της ήττας της Σοβιετικής Ένωσης. Μια περίοδος που διατήρησε την επάρκειά της επί περίπου τρεις δεκαετίες και πλέον σήµερα δείχνει ξεπερασµένη.
Οµοίως, αναχρονιστικές θεωρήσεις των ελληνικών ηγεσιών δείχνουν αυτές περί «ευρωπαϊκού µονόδροµου» ή ανάπτυξης και διόγκωσης της επιρροής της Ελλάδας µονοδιάστατα στον βαλκανικό περίγυρο. Η διεθνής πολιτική της διακυβέρνησης Μητσοτάκη µπορεί να ακολουθεί κλασικές νόρµες της ελληνικής πολιτικής, αλλά έχει πιο διευρυµένη οπτική και δυνατότητες από ό,τι στο παρελθόν.
Αυτή η εξέλιξη δεν προέκυψε σήµερα και τυχαία, αλλά στηρίζεται σε µια δέσµη στρατηγικών πολιτικών µε το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εµιράτα, την Ιορδανία και πλέον µε τη Σαουδική Αραβία, στον δρόµο για την Ινδία, όπου ορίζεται η τελική απόληξη αυτής της γεωπολιτικής ενότητας. Στην παρούσα φάση των έντονων διεθνοπολιτικών αναταράξεων, µε δύο ενεργούς πολέµους, τον έναν στην Ουκρανία και τον άλλον στην Εγγύς Ανατολή, η Ελλάδα, όπως έγινε φανερό και από τις παραµέτρους της επίσκεψης στη Σαουδική Αραβία και το πρώτο Ανώτατο Συµβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας µε την παρουσία Μητσοτάκη - Μπιν Σαλµάν, συνδέει πλέον, και σωστά, την ευστάθεια, την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ευρώπης µε τη Μέση Ανατολή και το µέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Αυτή η αλληλεξάρτηση δίνει µια συνοχή στις εξελίξεις στην Ευρώπη µε αυτές στη ∆υτική Ασία, που εµπεριέχει έναν λειτουργικό ορθολογισµό. Στην ενέργεια, στην οικονοµία, στις επενδύσεις, στο εµπόριο, στις τεχνολογίες και τα δεδοµένα τους, στον τουρισµό, στον πολιτισµό και την κουλτούρα. Η παρουσία της Ελλάδας συνδέεται ταυτόχρονα µε τον χαρακτήρα της ως παγκόσµιας ναυτικής δύναµης και όχι µόνον ως «Ευρωπαίου ετέρου». Αυτό γίνεται φανερό σε συνθήκες εναρµόνισης από τη σηµασία που δίνει στα συµφέροντα του εµπορικού στόλου, στην αξιοποίηση των λιµανιών από τη ∆ύση στη µεγάλη Ανατολή και από τις θαλάσσιες διαδροµές καλωδίων/αγωγών ενέργειας και δεδοµένων. Σε συνθήκες θερµών συγκρούσεων, όπως η τροµοκρατία που ασκούν οι Χούθι στους δυτικούς εµπορικούς στόλους στο πέρασµα από τη Μεσόγειο στον Ινδικό και ανάστροφα, περιβάλλον που επηρέασε βαθιά και τα οικονοµικά συµφέροντα της Αιγύπτου επί του Σουέζ, η Ελλάδα και εκεί επέδειξε σηµαία ως ναυτική δύναµη συµµετέχοντας αυτοβούλως στην ευρωπαϊκή δύναµη πολεµικών πλοίων.
Η Ελλάδα εµπλέκεται ως παράγων ανασυγκρότησης, συνδέσµου ασφάλειας και ευηµερίας, όπως στην περίπτωση του Λιβάνου, οι θέσεις της στο Παλαιστινιακό διατηρούνται σε µια κατάσταση ισορροπίας και τελικά αναµονής ανάµεσα στην άποψη του Ισραήλ και των κύριων πολιτικών ηγεσιών των Αράβων για την επόµενη ηµέρα, ενώ αναβάθµισε τη σχέση της µε το Κατάρ. Ουσιαστικά, η Ελλάδα ως ναυτική πλέον δύναµη δεν συζητά για χερσαίους αγωγούς, ούτε κινείται, µυωπικά, µακριά από την Ανατολή, κλεισµένη στη φτωχή και περιοριστική Βαλκανική. Εξελίσσει την ανατολική στρατηγική και αυτό διακρίνει την παρούσα διακυβέρνηση από εκείνες προηγούµενων δεκαετιών.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή