Τα δικαστήρια στο Ηράκλειο της Κρήτης περικυκλώθηκαν από ένα οργισµένο πλήθος. Ήταν η ώρα της προσαγωγής του ζεύγους, του 44χρονου και της 26χρονης µητέρας, που φέρουν ευθύνες για την κατάσταση του νήπιου 3 ετών που χαροπαλεύει στη ΜΕΘ του τοπικού νοσοκοµείου, χωρίς ιδιαίτερες πιθανότητες να µείνει στη ζωή. Οι ενδείξεις ότι το νήπιο έχει κακοποιηθεί σε ακραίο βαθµό πυκνώνουν. Το πλήθος της οργής στην είσοδο του γραφείου του ανακριτή είχε τη διάθεση να αυτοδικήσει. Να δώσει τιµωρία, χωρίς δίκη. Το ζήτηµα δεν είναι πολιτικό. Ούτε θέµα απόδοσης δικαιοσύνης. Ούτε ζήτηµα πληµµελούς στάσης της Αστυνοµίας. Είναι ζήτηµα οργής. Απέναντι σε περιστατικά βαρβαρότητας. Ακραίας βίας απέναντι σε παιδιά ή γυναίκες. Ακόµη και συµπλοκών µέχρι θανάτου µεταξύ ανηλίκων. Από τη µια πλευρά, η κοινωνία οργίζεται απέναντι σε αυτήν την πραγµατικότητα και επιζητά την αυτοδικία, θεωρώντας ότι η τακτική ∆ικαιοσύνη και η απόδοση ευθυνών δεν αξίζει στους πρωταγωνιστές αυτών των απερίγραπτων καταστάσεων. Από την άλλη, η κοινωνία νιώθει οργισµένη, γιατί τα περιστατικά αυτά ακραίας βίας και βαρβαρισµού πέραν κάθε φαντασίας συνεχίζονται και πολλαπλασιάζονται.

Θα πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι η ελληνική κοινωνία οργίζεται µε τους εµπλεκόµενους σε τέτοιες φρικώδεις ιστορίες ή τελικά οικτίρει τη δοµή της για το κατάντηµα. Όλοι αυτοί, οι εµπλεκόµενοι, δεν είναι µέρος ενός περιθωρίου. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Συνήθως στα σχετικά δηµοσιογραφικά ρεπορτάζ οι γείτονες, οι φίλοι και οι συγγενείς τους δηλώνουν ότι δεν θα µπορούσαν να φαντασθούν κάτι σε σχέση µε τις βάρβαρες πράξεις τους. Το συγκεκριµένο είναι που εξοργίζει την κοινωνική πραγµατικότητα της χώρας.

Οι πολίτες είναι αγανακτισµένοι γι’ αυτούς που τους προσβάλλουν µε τον βαρβαρισµό ή την αδιαφορία απέναντι στη ζωή

Οι πολλοί θέλουν να σβήσουν ένα στίγµα στην κοινωνική συγκρότηση -που προκάλεσαν οι δράστες ή οι ελεγχόµενοι ως δράστες- το οποίο αφορά τους ίδιους. ∆εν θέλουν να νιώθουν εφιάλτες για την κοινωνία των Ελλήνων. Από την άλλη, η διαρκής οργή στα πληκτρολόγια, που είναι η συνήθης πραγµατικότητα στην καθηµερινότητα, δεν βρίσκει εύκολα εικόνες σε µια καλύτερη ζωή, σε ένα νέο αναβαθµισµένο ήθος. Στα «πρέπει» και τα «διότι» που καταργήθηκαν για τους Έλληνες, χωρίς στη µαζική κουλτούρα να υπάρξουν νέα «λευκά» πρότυπα.

Οι κοινωνίες δεν µπορούν να συµβιώνουν σε κενό ιδεολογίας, ηθικής, συντονισµού, µόρφωσης που τις έχουν καταδικάσει. Πώς µπορεί ο Έλληνας να ορίσει τον δρόµο του στη δουλειά, την οικογενειακή και κοινωνική ζωή του, τη συµµετοχή του στη διαµόρφωση της πολιτικής τάξης, αφού δεν του έχουν αφήσει περιθώρια να αποκτήσει υπαρξιακό αυτοκαθορισµό; Πώς τα αλλοτριωµένα άτοµα-καταναλωτές ή και οι άπληστα φιλόδοξοι για τον πλούτο και την επίδειξη, χωρίς ρόλους στο γραφείο και την οικογένεια, να µπορέσουν να ορίσουν το πλαίσιο µέσα στο οποίο η κοινωνία δεν θα εξελιχθεί σε µια βαρβαρότητα για την παραδοσιακή αντίληψη περί πολιτισµού της δυτικής εσωτερικής συγκρότησης στους µοντέρνους καιρούς;

Πώς τα άτοµα θα ξενιστούν σε κοινωνική συγκρότηση, θα βρουν εν ολίγοις την αρµονία, χωρίς παραδόσεις, ήθη, έθιµα, θρησκεία, εθνική ταυτότητα ως στοιχείο της ιστορίας των δεσµών ενός λαού, χωρίς γλώσσα ή χώρο, για να αναπνεύσουν οντολογικά και πολιτιστικά, και φυσικά χωρίς στιλ για να καθορίσουν το ίδιο τους το «εγώ»;

Οι Έλληνες επιδιώκουν σχεδόν υστερικά πλέον να επανακαθορίσουν τη ζωή, την πατρίδα, την προοπτική. Είναι ανυπόµονοι, νοµίζοντας ότι αυτό θα τους παραχωρηθεί από έναν «από µηχανής θεό». Είναι οργισµένοι για την πραγµατικότητά τους, είναι οργισµένοι για την έκπτωση και την παρακµή που τους αφορά, σχεδόν τους συµπεριλαµβάνει στο σύνολό τους. ∆εν είναι έτοιµοι να αναλάβουν την ευθύνη της πραγµατικότητάς τους, είναι επαρκώς οργισµένοι να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους γι’ αυτούς που τους προσβάλλουν µε τον βαρβαρισµό, την αδιαφορία ή τη στάση τους απέναντι στη ζωή.

*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»