Η κλήση της Γαλλίδας πρέσβεως στην Αθήνα, Λορένς Αουεν, στο υπουργείο Αµύνης, προκειµένου ο κ. ∆ένδιας να διατυπώσει τις ανησυχίες της Ελλάδας για την περίπτωση να επιτραπεί η πώληση των κρίσιµης σηµασίας και γαλλικής κατασκευής πυραύλων BVR Meteor στην Τουρκία, δείχνει την αφετηρία µιας νέας εποχής στη γεωπολιτική, αλλά και στις συµµαχίες όχι µόνον της χώρας µας, αλλά σε όλο τον κόσµο.

Οι συγκεκριµένοι πύραυλοι αποτελούν, ως εξοπλισµός, ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα για τα 24 αεροσκάφη τύπου Rafale, για τη δηµιουργία «µηδενικής ζώνης» διαφυγής σε ακτίνα 200 χιλιοµέτρων, µε απολύτως θωρακισµένο πυρήνα ακτίνας 60 χιλιοµέτρων.

Υπήρξε ισχυρό επιχείρηµα υπέρ της αγοράς των γαλλικής κατασκευής αεροσκαφών το συγκεκριµένο όπλο, ενώ αυτή η διάταξη στον αέρα συνδέεται και µε την αγορά των πολεµικών φρεγατών, επίσης από τη Γαλλία, τύπου Belh@rra. Κατά τη συνάντηση µε τη µορφή διαβήµατος, ο Ελληνας υπουργός εξέφρασε την έντονη αντίθεση της Ελλάδας σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο, το οποίο δεν συνάδει µε τις µέχρι τώρα άριστες σχέσεις των δύο χωρών.

Από την πλευρά του, το Παρίσι, σύµφωνα µε γαλλικές πηγές, αρχικά αναστατώθηκε σε ανώτατο επίπεδο από το διάβηµα, πάντως δεν προβληµατίσθηκε ως προς την απάντησή του και τις σχετικές διαβεβαιώσεις που θα δοθούν στην Αθήνα, µε δεδοµένο ότι οι Γάλλοι δεν σκόπευαν να προσφέρουν άδεια για µια τέτοια πώληση στο σχετικό κονσόρτσιουµ. Σε αυτό συµµετέχουν, εκτός της Γαλλίας, η Ιταλία, η Σουηδία, η Ισπανία, η Γερµανία και το Ηνωµένο Βασίλειο, σε ρόλο µάλιστα συντονιστή.

Ως γνωστόν, ακόµα και στο πεδίο του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας η Τουρκία έχει εκδηλώσει τις ανησυχίες και τον προβληµατισµό της για τυχόν αεροπορική υπεροπλία της Ελλάδας στον αέρα µε την προµήθεια των αεροσκαφών Rafale, την αναβάθµιση 83 αεροσκαφών F-16 σε Viper και τη συµµετοχή στο πρόγραµµα των F-35. Ως εκ τούτου, έχει προσανατολισθεί και πιέζει ειδικά τη Γερµανία, προκειµένου να αποκτήσει αεροσκάφη ευρωπαϊκής κατασκευής τύπου Eurofi ghter, τα οποία είναι συµβατά και µπορούν να φέρουν τον εξοπλισµό των πυραύλων Meteor.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι, έστω και αν η Γαλλία δώσει µε επίσηµο τρόπο διαβεβαιώσεις στον στενό σύµµαχο, την Ελλάδα, ότι δεν θα επιτρέψει την πώληση του συγκεκριµένου πυραυλικού συστήµατος στην Τουρκία, η Αγκυρα στο συγκεκριµένο κονσόρτσιουµ έχει βασικούς συµµάχους. Αυτοί είναι, πρώτον, το Ηνωµένο Bασίλειο, που έχει και αναβαθµισµένο ρόλο, ως συντονιστής του γκρουπ, η Γερµανία, που µπορεί τον τελευταίο καιρό να διατηρεί αποστάσεις από την επιθετική αναθεωρητική, έναντι της σταθερότητας των συνόρων, στρατηγική του Ερντογάν, αλλά αποτελεί σταθερό σύµµαχο της Τουρκίας παραδοσιακά, η Ισπανία, συνεπής σύµµαχος της Τουρκίας για δεκαετίες και µε κοινά εξοπλιστικά προγράµµατα και συνεργασίες στον στρατιωτικό τοµέα, η Σουηδία, που δεν δείχνει διάθεση να αποτρέψει την Τουρκία από την επιθετικότητά της, και η Ιταλία, που σε πολλά επίπεδα και συγκυρίες βρίσκει κοινό βηµατισµό µε την Αγκυρα.

Ολες αυτές είναι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι υπάρχει συνάφεια στη διεθνή πολιτική και στις προτεραιότητες στη βάση της κοινής ευρωπαϊκής θέσης απέναντι στην Τουρκία. Υπό την έννοια αυτή, µια χώρα του status quo όπως η Ελλάδα, όταν έχει να αντιµετωπίσει µια επιθετική µεγάλη δύναµη στην περιοχή, όπως η Τουρκία, δεν µπορεί να περιορίζεται τόσο στην Ευρώπη ως ενιαία διεθνοπολιτική οντότητα, αλλά ούτε και στο ΝΑΤΟ, του οποίου είναι επίσης µέλος η Τουρκία.

Στον νέο κόσµο που αναδύεται, όπου όλα επιτρέπονται και η επίκληση του ∆ιεθνούς ∆ικαίου οσονούπω θα µοιάζει µε βραδιές ποίησης σε στέκια ροµαντικών, η βάση και της ευρωπαϊκής πολιτικής, και όχι µόνον της διεθνούς πολιτικής, θα βασισθεί στη συνέπεια, το εύρος και το βάθος των διµερών σχέσεων. Οπως, για παράδειγµα, στην προκειµένη περίπτωση, αυτή της Ελλάδας µε τη Γαλλία.

Η ισχύς της κάθε χώρας, δηλαδή, µικρής, µεσαίας ή µεγάλης, θα υπολογίζεται γεωπολιτικά στη βάση των «κλειστών» συµµαχιών που έχει και όχι στη βάση των πολυµερών οργανισµών ή γκρουπ όπου ανήκει. Η πραγµατικότητα αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά στην παρουσία του Ντ. Τραµπ στον Λευκό Οίκο: προϋπήρχε.

Αλλά στην παρούσα και την επόµενη φάση της Ιστορίας, όπου τα σύνορα, τα εδάφη και οι οικονoµίες θα καθορισθούν στη βάση ενός ανταγωνισµού χωρίς κανόνες, η επιτυχία ή όχι θα προκύψει από τη σταθερότητα, αλλά και τη µονοµέρεια τελικά των διµερών συµφωνιών. Η Ελλάδα µε το θεσµικού και επίσηµου χαρακτήρα διάβηµα προς την πιο παραδοσιακή και ισχυρή σύµµαχό της στην Ευρώπη ανοίγει αυτόν τον νέο κύκλο.

Με δεδοµένο µάλιστα ότι οι ελληνικές φιλοδοξίες αναπτύσσονται στην πολεµική βιοµηχανία και την καινοτοµία, πέραν των στρατηγικών συµµαχιών µε τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ ή τις αραβικές ηγεσίες, το ζητούµενο είναι να αναπτυχθεί και µια νέα, αναβαθµισµένη διµερής σχέση µε την Ιταλία στην Ευρώπη τον µήνα που ξεκινά.


*Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά»